κατοίκισις: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατοίκῐσις''': -εως, ἡ, τὸ κατοικίζειν, [[ἵδρυσις]] ἀποικίας, [[ἵδρυσις]] πολιτείας, Θουκ. 6. 77, Πλάτ. Πολ. 453B, Νόμ. 969C.
|lstext='''κατοίκῐσις''': -εως, ἡ, τὸ κατοικίζειν, [[ἵδρυσις]] ἀποικίας, [[ἵδρυσις]] πολιτείας, Θουκ. 6. 77, Πλάτ. Πολ. 453B, Νόμ. 969C.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’établir dans une résidence, <i>particul.</i> de fonder <i>ou</i> de peupler une colonie.<br />'''Étymologie:''' [[κατοικίζω]].
}}
}}