βλιμάζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βλιμάζω''': [ῑ], Λακων. –άττω· - [[δοκιμάζω]] διὰ τοῦ δακτύλου ὄρνιθας [[ὅπως]] γνωρίσω ἂν ἔχωσιν ᾠά. Ἀριστοφ. Ὄρν. 530· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 23, Κράτ. ἐν Ἀδήλ. 3, Ἀριστοφ. Λυσ. 1164. – Παθ., πιέζομαι, θλίβομαι, Ἱππ. 1142D. ΙΙ. = [[βλίττω]], Ἐτυμ. Μ. 200.
|lstext='''βλιμάζω''': [ῑ], Λακων. –άττω· - [[δοκιμάζω]] διὰ τοῦ δακτύλου ὄρνιθας [[ὅπως]] γνωρίσω ἂν ἔχωσιν ᾠά. Ἀριστοφ. Ὄρν. 530· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 23, Κράτ. ἐν Ἀδήλ. 3, Ἀριστοφ. Λυσ. 1164. – Παθ., πιέζομαι, θλίβομαι, Ἱππ. 1142D. ΙΙ. = [[βλίττω]], Ἐτυμ. Μ. 200.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao. Pass.</i><br />tâter des poules pour voir si elles sont grasses <i>ou</i> si elles ont des œufs.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}