νειόθεν: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νειόθεν''': Ἰων. ἀντὶ [[νεόθεν]], Ἐπίρρ., ([[νέος]]) ἐκ τοῦ πυθμένος, ἐκ τοῦ βάθους, ἐκ βαθέων, [[νειόθεν]] ἐκ κραδίης ἀνεστενάχιζε, ἐστέναζεν ἐκ βάθους τῆς καρδίας του, Ἰλ. Κ. 10· [[μετὰ]] γεν., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1197, Ἄρατ. 233· ― μόνον παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ν. δρᾶν, ἐκ καρδίας, Λουκ. Περεγρ. 7.
|lstext='''νειόθεν''': Ἰων. ἀντὶ [[νεόθεν]], Ἐπίρρ., ([[νέος]]) ἐκ τοῦ πυθμένος, ἐκ τοῦ βάθους, ἐκ βαθέων, [[νειόθεν]] ἐκ κραδίης ἀνεστενάχιζε, ἐστέναζεν ἐκ βάθους τῆς καρδίας του, Ἰλ. Κ. 10· [[μετὰ]] γεν., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1197, Ἄρατ. 233· ― μόνον παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ν. δρᾶν, ἐκ καρδίας, Λουκ. Περεγρ. 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />du fond de : [[νειόθεν]] [[ἐκ]] κραδίης IL du fond du cœur.<br />'''Étymologie:''' ion. c. [[νεόθεν]].
}}
}}