3,274,216
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπίνω''': ῑ, μέλλ., -[[πίομαι]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 693, μεταγεν. -πιοῦμαι, (ἴδε [[πίνω]]), ποιητ. ἀόρ. κάππιον Ποιητὴς παρὰ Γαλην. 5, 373· (ἴδε [[πίνω]]).- περὶ τῶν κατέπωσα, κατεπώθην, ἴδε ἐν λ. [[καταπίπτω]], [[καταπτοέω]]. Πίνων [[ῥίπτω]] εἰς τὰ [[κάτω]], [[πίνω]] διὰ μιᾶς, «καταιβάζω», [[καταβροχθίζω]], ἐπί τε ὑγρῶν καὶ ἐπὶ στερεῶν, τὸ καταποθὲν ἐκ τῶν ὑψηλῶν [[ὕδωρ]] εἰς τὰ κοῖλα ἀφιεῖσα Πλάτ. Κριτ. 111D· τοὺς μὲν κατέπινε [[Κρόνος]] (δηλ. τοὺς υἱοὺς) Ἡσ. Θ. 459, πρβλ. 467· ὁ [[τροχίλος]] καταπίνει τὰς βδέλλας Ἡρόδ. 2, 68· πρβλ. 70· κ. ᾠά, ὁ αὐτ. 2, 93· ὅλον πίθον Εὐρ. Κύκλ. 219· τεμάχη Ἀριστοφ. Νεφ. 338· λίθους Ὄρν. 1137· δίκας καταπέπωκας [[αὐτόθι]] 1429· τὰς δρυπετεῖς Λυσ. ὁ αὐτ. 564· κίχλας, Φερεκρ. ἐν «Μετ.» 1, 24· μάζας Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφ.» 1· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, μὴ ναῦν κατὰ [[κῦμα]] πίῃ Θέογν. 680, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 23, 5.- Παθ., ἐπὶ ποταμῶν οἵτινες ἀφανίζονται ὑπὸ τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 13, 25· ἐπὶ [[πόλεων]] καταστραφεισῶν ὑπὸ σεισμοῦ, Στράβ. 58· ἢ καταποντισθεισῶν, [[πόλις]] καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Πολύβ. 2. 41, 7· ἐπὶ χώρας καλυφθείσης ὑπὸ ἄμμου, Διόδ. 1, 32, κτλ.· καὶ ὁ μέλλ. καταποθήσεται Ἀριστ. Σφ. 1502, καὶ ὁ πρκμ. καταπεπόσθαι Λογγ. σ. 169. 2) [[ἁπλῶς]], [[ἄνευ]] πτώσ. [[καταπίνω]], καταπίνειν δυνατὸς Ἱππ. Ἀφορ. 1250. ΙΙ. μεταφ., κ. Εὐριπίδην, δηλ. τὸ [[πνεῦμα]] [[αὐτοῦ]] καὶ τὰς ἰδέας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 484, πρβλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 1. 2) [[καταπίνω]], [[καταναλίσκω]], ἡ ἐσθὴς ἐρίων [[τάλαντον]] καταπέπωκε ῥᾳδίως Ἀριστοφ. Σφ. 1147· ὁ δικαστὴς αὐτὰ τὰς δημοσίας προσόδους καταπίνει [[μόνος]] ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1466· τὸν ναύκληρον αὐτῷ σκάφει κ. Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1, 19·- ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ἐξοδεύω]], δαπανῶ, σπαταλῶ εἰς ποτά, τὴν οὐσίαν οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλὰ οἷόν τ’ ἐστὶν εἰπεῖν κατέπιεν Αἰσχίν. 13, 39· πρβλ. [[ἐκπίνω]], [[καταφαγεῖν]]. 3) [[ἀφανίζω]], [[φθείρω]], τὸν ἡμίοπον ὁ [[μέγας]] αὐλὸς κ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 89· καταπιοῦνται ὑμᾶς οἱ Ἀθηναῖοι Πλουτ. Ἀλκιβ. 15. | |lstext='''καταπίνω''': ῑ, μέλλ., -[[πίομαι]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 693, μεταγεν. -πιοῦμαι, (ἴδε [[πίνω]]), ποιητ. ἀόρ. κάππιον Ποιητὴς παρὰ Γαλην. 5, 373· (ἴδε [[πίνω]]).- περὶ τῶν κατέπωσα, κατεπώθην, ἴδε ἐν λ. [[καταπίπτω]], [[καταπτοέω]]. Πίνων [[ῥίπτω]] εἰς τὰ [[κάτω]], [[πίνω]] διὰ μιᾶς, «καταιβάζω», [[καταβροχθίζω]], ἐπί τε ὑγρῶν καὶ ἐπὶ στερεῶν, τὸ καταποθὲν ἐκ τῶν ὑψηλῶν [[ὕδωρ]] εἰς τὰ κοῖλα ἀφιεῖσα Πλάτ. Κριτ. 111D· τοὺς μὲν κατέπινε [[Κρόνος]] (δηλ. τοὺς υἱοὺς) Ἡσ. Θ. 459, πρβλ. 467· ὁ [[τροχίλος]] καταπίνει τὰς βδέλλας Ἡρόδ. 2, 68· πρβλ. 70· κ. ᾠά, ὁ αὐτ. 2, 93· ὅλον πίθον Εὐρ. Κύκλ. 219· τεμάχη Ἀριστοφ. Νεφ. 338· λίθους Ὄρν. 1137· δίκας καταπέπωκας [[αὐτόθι]] 1429· τὰς δρυπετεῖς Λυσ. ὁ αὐτ. 564· κίχλας, Φερεκρ. ἐν «Μετ.» 1, 24· μάζας Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφ.» 1· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, μὴ ναῦν κατὰ [[κῦμα]] πίῃ Θέογν. 680, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 23, 5.- Παθ., ἐπὶ ποταμῶν οἵτινες ἀφανίζονται ὑπὸ τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 13, 25· ἐπὶ [[πόλεων]] καταστραφεισῶν ὑπὸ σεισμοῦ, Στράβ. 58· ἢ καταποντισθεισῶν, [[πόλις]] καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Πολύβ. 2. 41, 7· ἐπὶ χώρας καλυφθείσης ὑπὸ ἄμμου, Διόδ. 1, 32, κτλ.· καὶ ὁ μέλλ. καταποθήσεται Ἀριστ. Σφ. 1502, καὶ ὁ πρκμ. καταπεπόσθαι Λογγ. σ. 169. 2) [[ἁπλῶς]], [[ἄνευ]] πτώσ. [[καταπίνω]], καταπίνειν δυνατὸς Ἱππ. Ἀφορ. 1250. ΙΙ. μεταφ., κ. Εὐριπίδην, δηλ. τὸ [[πνεῦμα]] [[αὐτοῦ]] καὶ τὰς ἰδέας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 484, πρβλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 1. 2) [[καταπίνω]], [[καταναλίσκω]], ἡ ἐσθὴς ἐρίων [[τάλαντον]] καταπέπωκε ῥᾳδίως Ἀριστοφ. Σφ. 1147· ὁ δικαστὴς αὐτὰ τὰς δημοσίας προσόδους καταπίνει [[μόνος]] ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1466· τὸν ναύκληρον αὐτῷ σκάφει κ. Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1, 19·- ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ἐξοδεύω]], δαπανῶ, σπαταλῶ εἰς ποτά, τὴν οὐσίαν οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλὰ οἷόν τ’ ἐστὶν εἰπεῖν κατέπιεν Αἰσχίν. 13, 39· πρβλ. [[ἐκπίνω]], [[καταφαγεῖν]]. 3) [[ἀφανίζω]], [[φθείρω]], τὸν ἡμίοπον ὁ [[μέγας]] αὐλὸς κ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 89· καταπιοῦνται ὑμᾶς οἱ Ἀθηναῖοι Πλουτ. Ἀλκιβ. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> καταπίομαι, <i>ao.2</i> κατέπιον, <i>pf.</i> καταπέπωκα;<br /><b>1</b> avaler, engloutir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> dévorer, consommer : τὴν πατρῴαν οὐσίαν ESCHN l’avoir paternel.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πίνω]]. | |||
}} | }} |