ζαχρεῖος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζαχρεῖος''': -ον, ([[χρεία]]) μεγάλην ἀνάγκην ἔχων τινός, [[σφόδρα]] χρῄζων τινός, [[μετὰ]] γεν., ζαχρ. ὁδοῦ, ὁ ἔχων ἀνάγκην νὰ μάθῃ τὸν δρόμον, ὁ ἐρευνῶν πρὸς εὕρεσιν τῆς ὁδοῦ, Θεόκρ. 25. 6 πρβλ. [[χρεῖος]], ον, ΙΙ.
|lstext='''ζαχρεῖος''': -ον, ([[χρεία]]) μεγάλην ἀνάγκην ἔχων τινός, [[σφόδρα]] χρῄζων τινός, [[μετὰ]] γεν., ζαχρ. ὁδοῦ, ὁ ἔχων ἀνάγκην νὰ μάθῃ τὸν δρόμον, ὁ ἐρευνῶν πρὸς εὕρεσιν τῆς ὁδοῦ, Θεόκρ. 25. 6 πρβλ. [[χρεῖος]], ον, ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a grand besoin de, qui cherche.<br />'''Étymologie:''' ζα-, [[χρεία]].
}}
}}