Anonymous

καταδαίνυμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδαίνυμαι''': μέλλ. -δαίσομαι, ἀποθ.:- [[καταβιβρώσκω]], [[κατατρώγω]], [[καταναλίσκω]], μετ’ αἰτ., Φρύν. Τραγ. παρὰ Παυσ. 10. 31, 2, Θεόκρ. 4. 34, Αἰλ. π. Ζ. 12. 6.
|lstext='''καταδαίνυμαι''': μέλλ. -δαίσομαι, ἀποθ.:- [[καταβιβρώσκω]], [[κατατρώγω]], [[καταναλίσκω]], μετ’ αἰτ., Φρύν. Τραγ. παρὰ Παυσ. 10. 31, 2, Θεόκρ. 4. 34, Αἰλ. π. Ζ. 12. 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταδαίσομαι, <i>ao.</i> κατεδαισάμην;<br />manger, dévorer, consumer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δαίνυμι]].
}}
}}