σιγαλόεις: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑγᾰλόεις''': έσσα, εν, (ἴδε ἐν τέλ.)· -[[στιλπνός]], «ὑαλιστερός», Ἐπικ. ἐπίθετ. 1) ἐπὶ γυναικείου ἱματισμοῦ, σ. χιτὼν Ὀδ. Ο. 60, Τ. 232· εἵματα Ἰλ. Χ. 154, Ὀδ. Ζ. 26· ῥήγεα [[αὐτόθι]] 38· δέσματα Ἰλ. Χ. 468· -πρβλ. τὸ τοῦ Πινδάρου [[νεοσίγαλος]], [[νέος]] καὶ [[στιλπνός]]. 2) ἐπὶ τῶν χαλινῶν τῶν ἵππων, ὁ λάμπων ἐκ μεταλλικῶν κοσμημάτων, Ὀδ. Ζ. 81, Ἰλ. Ε. 226, κτλ.· - οὐχὶ [[πλαδαρός]], [[εὔκαμπτος]], ὡς τὸ [[ὑγρός]], [[οὔτε]] [[ἀφρώδης]] (οἱονεὶ) ἐκ τοῦ [[σίαλον]])· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν οἰκιακῶν ἐπίπλων, [[θρόνος]] Ὀδ. Ε. 86· ἐπὶ τοῦ θαλάμου βασιλίσσης, ὑπερώια σιγαλόεντα Π. 449, Σ. 206. κτλ.· κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους τὰ ἀνάκτορα τῶν βασιλείων ἦσαν δεκεκοσμημένα διὰ πολυτίμων μετάλλων, ἴδε Η. 84 κἑξ.· πρβλ. Δ. 45· οὕτω, νηὸν σιγαλέντα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 832. ΙΙ. [[παχύς]], [[ἐλαιώδης]], ἀμύγδαλα Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 20· μνία Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 295C. Ἡ μόνη ὀρθὴ [[ἐτυμολογία]] [[εἶναι]] ἡ ἐκ τοῦ [[σίαλος]], πρβλ. [[σιγάλωμα]] ΙΙ πρὸς τὸ [[σιάλωμα]] ΙΙ, Φιγαλεῖς Φιγαλία πρὸς τὰ Φιαλεῖς Φιαλία, ἐγὼ ἐγὼν πρὸς τὰ Βοιωτ. ἰὼ ἰών. καὶ ἴδε Λοβεκ. Παθ. 93, Ἀγλαόφ. 853. Ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ λαμπροῦ ἢ στιλπνοῦ ἐξωτερικοῦ τῶν παχέων πραγμάτων [[εἶναι]] [[εὔκολος]] ἡ [[μετάβασις]] εἰς τὴν [[καθόλου]] ἔννοιαν τοῦ πλουσίου, λαμπροῦ, ὡς συνέβη εἰς τὸ λιπαρὸς ἐκ τοῦ [[λίπα]], [[λίπος]]· καὶ προδήλως [[οὕτως]] ἐλήφθη ἡ [[λέξις]] ὑπὸ τῶν συγγραφέων τῶν μνημονευθέντων ἐν τῇ διαιρέσει ΙΙ). [σῑ, [[χάριν]] τοῦ μέτρου· πρβλ. [[ἀθάνατος]]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιγαλόεντα· λαμπρά, ποικίλα, καὶ τὰ ὅμοια».
|lstext='''σῑγᾰλόεις''': έσσα, εν, (ἴδε ἐν τέλ.)· -[[στιλπνός]], «ὑαλιστερός», Ἐπικ. ἐπίθετ. 1) ἐπὶ γυναικείου ἱματισμοῦ, σ. χιτὼν Ὀδ. Ο. 60, Τ. 232· εἵματα Ἰλ. Χ. 154, Ὀδ. Ζ. 26· ῥήγεα [[αὐτόθι]] 38· δέσματα Ἰλ. Χ. 468· -πρβλ. τὸ τοῦ Πινδάρου [[νεοσίγαλος]], [[νέος]] καὶ [[στιλπνός]]. 2) ἐπὶ τῶν χαλινῶν τῶν ἵππων, ὁ λάμπων ἐκ μεταλλικῶν κοσμημάτων, Ὀδ. Ζ. 81, Ἰλ. Ε. 226, κτλ.· - οὐχὶ [[πλαδαρός]], [[εὔκαμπτος]], ὡς τὸ [[ὑγρός]], [[οὔτε]] [[ἀφρώδης]] (οἱονεὶ) ἐκ τοῦ [[σίαλον]])· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν οἰκιακῶν ἐπίπλων, [[θρόνος]] Ὀδ. Ε. 86· ἐπὶ τοῦ θαλάμου βασιλίσσης, ὑπερώια σιγαλόεντα Π. 449, Σ. 206. κτλ.· κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους τὰ ἀνάκτορα τῶν βασιλείων ἦσαν δεκεκοσμημένα διὰ πολυτίμων μετάλλων, ἴδε Η. 84 κἑξ.· πρβλ. Δ. 45· οὕτω, νηὸν σιγαλέντα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 832. ΙΙ. [[παχύς]], [[ἐλαιώδης]], ἀμύγδαλα Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 20· μνία Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 295C. Ἡ μόνη ὀρθὴ [[ἐτυμολογία]] [[εἶναι]] ἡ ἐκ τοῦ [[σίαλος]], πρβλ. [[σιγάλωμα]] ΙΙ πρὸς τὸ [[σιάλωμα]] ΙΙ, Φιγαλεῖς Φιγαλία πρὸς τὰ Φιαλεῖς Φιαλία, ἐγὼ ἐγὼν πρὸς τὰ Βοιωτ. ἰὼ ἰών. καὶ ἴδε Λοβεκ. Παθ. 93, Ἀγλαόφ. 853. Ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ λαμπροῦ ἢ στιλπνοῦ ἐξωτερικοῦ τῶν παχέων πραγμάτων [[εἶναι]] [[εὔκολος]] ἡ [[μετάβασις]] εἰς τὴν [[καθόλου]] ἔννοιαν τοῦ πλουσίου, λαμπροῦ, ὡς συνέβη εἰς τὸ λιπαρὸς ἐκ τοῦ [[λίπα]], [[λίπος]]· καὶ προδήλως [[οὕτως]] ἐλήφθη ἡ [[λέξις]] ὑπὸ τῶν συγγραφέων τῶν μνημονευθέντων ἐν τῇ διαιρέσει ΙΙ). [σῑ, [[χάριν]] τοῦ μέτρου· πρβλ. [[ἀθάνατος]]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιγαλόεντα· λαμπρά, ποικίλα, καὶ τὰ ὅμοια».
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />luisant, brillant.<br />'''Étymologie:''' pour *σιαλόεις, de [[σίαλος]] ; cf. [[ἐγώ]], [[ἐγών]], et béot. [[ἰώ]], [[ἰών]] ; sel. d’autres, de la R. Γαλ briller, v. [[γαλήνη]], [[γάλα]], etc., et du préf. σι- avec sens augmentatif comme ἐρι- et ἀρι-.
}}
}}