χοροστάτης: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χοροστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ τὸν χορὸν ἱστάς, ὁ χοροστατῶν, ὁ τοῦ χοροῦ ἐξάρχων ἢ κατάρχων, Ἱμέρ. 9. 3, Ἰουλιαν. 421Α. Ἐντεῦθεν ἐπίθ. χοροστατικός, ή, όν, ἡ χ. Ρήτορες (Walz) τ. 9. 196.
|lstext='''χοροστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ τὸν χορὸν ἱστάς, ὁ χοροστατῶν, ὁ τοῦ χοροῦ ἐξάρχων ἢ κατάρχων, Ἱμέρ. 9. 3, Ἰουλιαν. 421Α. Ἐντεῦθεν ἐπίθ. χοροστατικός, ή, όν, ἡ χ. Ρήτορες (Walz) τ. 9. 196.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui forme un chœur de danse.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[ἵστημι]].
}}
}}