γλίχομαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλίχομαι''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. πλὴν τοῦ ἀορ. α΄ ἐγλιξάμην Πλάτ. Κωμ. Ἀδήλ. 70· (ἴδε ἐν λ. [[γλίσχρος]], [[λισσός]]). Ἐπιμένω εἴς τι, [[ἀγωνίζομαι]] διά τι, προσπαθῶ ν’ ἀπολαύσω τι, ποθῶ, σφοδρῶς ἐπιθυμῶ, μ. γεν. πράγμ., ἐλευθερίης Ἡρόδ. 3. 72. . 4. 152 ([[ἀλλά]], γλ. περὶ ἐλευθερίης ὁ αὐτ. 2. 102)· ταῦτ’ ἦν ὧν μάλιστ’ ἐγλίχετο Δημ. 62. 26· γλ. τοῦ ζῆν Πλάτ. Φαίδ. 117Α· -[[ὡσαύτως]] μ. αἰτ., Ἱππ. Ἐπ. 1282. 37, Πλάτ. Ἱππαρχ. 226D· - καὶ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, γλιχόμεθα τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ Ἄλεξ. Μανδρ. 1. 7· ὡς στρατηγήσεις, γλίχεται, πῶς θὰ γείνῃς [[στρατηγός]], Ἡρόδ. 7. 161·- μ. ἀπαρ., ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Θουκ. 8. 15· εἰδέναι Πλάτ. Γοργ. 489D· λέγειν Δημ. 68. 18· ἀποστερεῖσθαι ὁ αὐτ. 297. 4· ζῆν Ἀντιφ. Διπλ. 2. Δὲν ἀπαντᾷ δὲ [[οὔτε]] παρὰ τοῖς Ἐπ. [[οὔτε]] παρὰ τοῖς Τραγ. ποιηταῖς. [γλῐ· [[διότι]] τὸ γλίχων μὲ ῑ (ἀναφερόμενον ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. 16, κτλ.) ἢ εἶνε [[σφάλμα]] ἀντὶ τοῦ [[γλήχων]] ἢ κύριον [[ὄνομα]]· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. [[γλήχων]]].
|lstext='''γλίχομαι''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. πλὴν τοῦ ἀορ. α΄ ἐγλιξάμην Πλάτ. Κωμ. Ἀδήλ. 70· (ἴδε ἐν λ. [[γλίσχρος]], [[λισσός]]). Ἐπιμένω εἴς τι, [[ἀγωνίζομαι]] διά τι, προσπαθῶ ν’ ἀπολαύσω τι, ποθῶ, σφοδρῶς ἐπιθυμῶ, μ. γεν. πράγμ., ἐλευθερίης Ἡρόδ. 3. 72. . 4. 152 ([[ἀλλά]], γλ. περὶ ἐλευθερίης ὁ αὐτ. 2. 102)· ταῦτ’ ἦν ὧν μάλιστ’ ἐγλίχετο Δημ. 62. 26· γλ. τοῦ ζῆν Πλάτ. Φαίδ. 117Α· -[[ὡσαύτως]] μ. αἰτ., Ἱππ. Ἐπ. 1282. 37, Πλάτ. Ἱππαρχ. 226D· - καὶ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, γλιχόμεθα τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ Ἄλεξ. Μανδρ. 1. 7· ὡς στρατηγήσεις, γλίχεται, πῶς θὰ γείνῃς [[στρατηγός]], Ἡρόδ. 7. 161·- μ. ἀπαρ., ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Θουκ. 8. 15· εἰδέναι Πλάτ. Γοργ. 489D· λέγειν Δημ. 68. 18· ἀποστερεῖσθαι ὁ αὐτ. 297. 4· ζῆν Ἀντιφ. Διπλ. 2. Δὲν ἀπαντᾷ δὲ [[οὔτε]] παρὰ τοῖς Ἐπ. [[οὔτε]] παρὰ τοῖς Τραγ. ποιηταῖς. [γλῐ· [[διότι]] τὸ γλίχων μὲ ῑ (ἀναφερόμενον ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. 16, κτλ.) ἢ εἶνε [[σφάλμα]] ἀντὶ τοῦ [[γλήχων]] ἢ κύριον [[ὄνομα]]· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. [[γλήχων]]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἐγλιχόμην <i>et ao.</i> ἐγλιξάμην;<br /><i>litt.</i> se coller à ; s’attacher à;<br /><i>fig.</i> souhaiter vivement, désirer fortement : τινός, [[περί]] τινος, [[τι]] qch.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[γλοιός]].
}}
}}