ἐγκονέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκονέω''': [[σπεύδω]], [[πράττω]] τι [[μετὰ]] σπουδῆς, [[κυρίως]] ἐπὶ θεραπόντων, Ὅμ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται μόνον τὴν μετοχ. ἐνεστ. μεθ’ ἑτέρου ῥήματος (πρβλ. [[ποιπνύω]]), [[ἐπεὶ]] στόρεσαν [[λέχος]] ἐγκονέουσαι, ἐν σπουδῇ, σπεύδουσαι, Ὀδ. Η. 340., Ψ. 291, Ἰλ. Ω. 648: ― βραδύτερον, τὸ πλεῖστον κατὰ προστ., ἐγκόνει, σπεῦδε, «[[κάμε]] γρήγορα», Σοφ. Αἴ. 988, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1088· χωρῶμεν, ἐγκονῶμεν Σοφ. Αἴ. 811· ἐγκονεῖτε Τραχ. 1255, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 521· [[οὕτως]], οὐ θᾶττον ἐγκονήσεις; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1324: ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει [[πάλιν]], σπεῦσον [[ὀπίσω]] δι’ ἧς ἦλθες ὁδοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 962: ― μετ’ ἀπαρ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 103. ― Σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Λουκ. Ἀνάχ. ἢ π. Γυμνασ. 4.
|lstext='''ἐγκονέω''': [[σπεύδω]], [[πράττω]] τι [[μετὰ]] σπουδῆς, [[κυρίως]] ἐπὶ θεραπόντων, Ὅμ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται μόνον τὴν μετοχ. ἐνεστ. μεθ’ ἑτέρου ῥήματος (πρβλ. [[ποιπνύω]]), [[ἐπεὶ]] στόρεσαν [[λέχος]] ἐγκονέουσαι, ἐν σπουδῇ, σπεύδουσαι, Ὀδ. Η. 340., Ψ. 291, Ἰλ. Ω. 648: ― βραδύτερον, τὸ πλεῖστον κατὰ προστ., ἐγκόνει, σπεῦδε, «[[κάμε]] γρήγορα», Σοφ. Αἴ. 988, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1088· χωρῶμεν, ἐγκονῶμεν Σοφ. Αἴ. 811· ἐγκονεῖτε Τραχ. 1255, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 521· [[οὕτως]], οὐ θᾶττον ἐγκονήσεις; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1324: ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει [[πάλιν]], σπεῦσον [[ὀπίσω]] δι’ ἧς ἦλθες ὁδοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 962: ― μετ’ ἀπαρ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 103. ― Σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Λουκ. Ἀνάχ. ἢ π. Γυμνασ. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire diligence, se hâter, s’empresser : κέλευθον ESCHL faire un trajet en hâte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κονέω]].
}}
}}