3,277,121
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηφάλιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Πλούτ. 2. 659C ([[νήφω]]). - ἐπὶ ποτοῦ, τὸ μὴ μεμιγμένον μετ’ οἴνου, νηφ. μειλίγματα, τὰ προσφερόμενα εἰς τὰς Εὐμενίδας, Αἰσχύλ. Εὐμ. 107· ἅτινα συνίσταντο ἐξ ὕδατος, μέλιτος καὶ γάλακτος, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 100, 481· [[ὡσαύτως]] προσφέροντο καὶ εἰς τὰς Μούσας καὶ τὰς Νύμφας, κρατὴρ [[νηφάλιος]], νηφάλιαι θυσίαι, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 132Ε· νηφάλια καὶ [[μελίσπονδα]] θύειν [[αὐτόθι]] 464C, πρβλ. 672Β· ν. σπένδειν Κύπριδι Ἀνθ. Π. 5. 226· ν. ξύλα, ὧν [[χρῆσις]] ἐγίνετο κατὰ τὰς τοιαύτας θυσίας, [[οἷον]] κλῶνες θύμου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 99· πρβλ. [[ὀξυθύμια]]· - νηφάλια θύειν τῷ Διονύσῳ, [[παροιμία]] ἐπὶ λιτοῦ γεύματος, Πλούτ. 2. 132Ε· ν. [[πόπανον]], τὸ ζυμωθὲν [[ἄνευ]] οἴνου, Συλλ. Ἐπιγρ. 523. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἐγκρατής]], οὐχὶ [[μέθυσος]], Πλούτ. 2. 504Α, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. γ΄, 2 καὶ 11, πρ. Τίτ. β΄, 2. - Ἐπίρρ. νηφαλίως, νηφαλίως ἔχειν, νήφειν, Πολύδ. ϛʹ, 26. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νηφάλιοι· νήφοντες, μὴ πεπωκότες. ἢ θύματα καὶ βωμοί, ἐφ’ ὧν [[οἶνος]] οὐ σπένδεται. ἢ σοφοί». | |lstext='''νηφάλιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Πλούτ. 2. 659C ([[νήφω]]). - ἐπὶ ποτοῦ, τὸ μὴ μεμιγμένον μετ’ οἴνου, νηφ. μειλίγματα, τὰ προσφερόμενα εἰς τὰς Εὐμενίδας, Αἰσχύλ. Εὐμ. 107· ἅτινα συνίσταντο ἐξ ὕδατος, μέλιτος καὶ γάλακτος, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 100, 481· [[ὡσαύτως]] προσφέροντο καὶ εἰς τὰς Μούσας καὶ τὰς Νύμφας, κρατὴρ [[νηφάλιος]], νηφάλιαι θυσίαι, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 132Ε· νηφάλια καὶ [[μελίσπονδα]] θύειν [[αὐτόθι]] 464C, πρβλ. 672Β· ν. σπένδειν Κύπριδι Ἀνθ. Π. 5. 226· ν. ξύλα, ὧν [[χρῆσις]] ἐγίνετο κατὰ τὰς τοιαύτας θυσίας, [[οἷον]] κλῶνες θύμου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 99· πρβλ. [[ὀξυθύμια]]· - νηφάλια θύειν τῷ Διονύσῳ, [[παροιμία]] ἐπὶ λιτοῦ γεύματος, Πλούτ. 2. 132Ε· ν. [[πόπανον]], τὸ ζυμωθὲν [[ἄνευ]] οἴνου, Συλλ. Ἐπιγρ. 523. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἐγκρατής]], οὐχὶ [[μέθυσος]], Πλούτ. 2. 504Α, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. γ΄, 2 καὶ 11, πρ. Τίτ. β΄, 2. - Ἐπίρρ. νηφαλίως, νηφαλίως ἔχειν, νήφειν, Πολύδ. ϛʹ, 26. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νηφάλιοι· νήφοντες, μὴ πεπωκότες. ἢ θύματα καὶ βωμοί, ἐφ’ ὧν [[οἶνος]] οὐ σπένδεται. ἢ σοφοί». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />sobre :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i>;<br /><b>1</b> qui ne boit pas de vin;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> sans vin ; <i>particul.</i> qui se compose seulement d’eau, de lait <i>ou</i> de miel (libation);<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> tempérant, sage, prudent.<br />'''Étymologie:''' [[νήφω]]. | |||
}} | }} |