3,277,172
edits
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φερέκᾰκος''': -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, [[φερέπονος]], [[καρτερικός]], τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους [[διαφερόντως]]... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5. | |lstext='''φερέκᾰκος''': -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, [[φερέπονος]], [[καρτερικός]], τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους [[διαφερόντως]]... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui supporte la fatigue <i>ou</i> la misère.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[κακόν]]. | |||
}} | }} |