φερέκακος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φερέκᾰκος''': -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, [[φερέπονος]], [[καρτερικός]], τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους [[διαφερόντως]]... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5.
|lstext='''φερέκᾰκος''': -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, [[φερέπονος]], [[καρτερικός]], τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους [[διαφερόντως]]... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui supporte la fatigue <i>ou</i> la misère.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[κακόν]].
}}
}}