3,273,773
edits
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεμψίμοιρος''': -ον, ὁ μεμφόμενος τὴν μοῖράν του, «παραπονιάρης», Ἰσοκρ. 234C, Λουκ. Τίμ. 13, κτλ.· συγκρ. -ότερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεμψίμοιρος]]· μεμφόμενος τὸ ἀγαθόν· ἢ [[φιλεγκλήμων]], ἢ [[φιλαίτιος]]». | |lstext='''μεμψίμοιρος''': -ον, ὁ μεμφόμενος τὴν μοῖράν του, «παραπονιάρης», Ἰσοκρ. 234C, Λουκ. Τίμ. 13, κτλ.· συγκρ. -ότερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεμψίμοιρος]]· μεμφόμενος τὸ ἀγαθόν· ἢ [[φιλεγκλήμων]], ἢ [[φιλαίτιος]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui se plaint de son sort.<br />'''Étymologie:''' [[μέμφομαι]], [[μοῖρα]]. | |||
}} | }} |