θρασυμέμνων: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρᾰσυμέμνων''': -ον, ὁ εὐτόλμως σταθερὸς (πρβλ. μέμνων), ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Ἰλ. Ε. 639. Ὀδ. Λ. 267, Ἡσύχ.
|lstext='''θρᾰσυμέμνων''': -ον, ὁ εὐτόλμως σταθερὸς (πρβλ. μέμνων), ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Ἰλ. Ε. 639. Ὀδ. Λ. 267, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />résolu, hardi, intrépide.<br />'''Étymologie:''' [[θρασύς]], [[μέμνων]].
}}
}}