3,274,919
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἅλμη''': ἡ (ἅλς) θαλάσσιον [[ὕδωρ]], «ἅρμη», Ὀδ. Ε. 53, Πίνδ. καὶ Ἀττ. ― [[ἅλμη]] τῆς θαλάσσης στεγνώσασα ἐπὶ τοῦ σώματος, Ὀδ. Ζ. 219˙ ἁλμυρὰ [[ἐπιφάνεια]] ὡς φλοιὸς ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Ἡρόδ. 2. 12. 2) μεθ’ Ὅμηρ. = τὸ ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]], δηλ. ἡ [[θάλασσα]], Ἀρίων 3. (Bgk σελ. 872), Πινδ. Π. 4. 69, Αἰσχύλ. Πέρσ. 397, κτλ. 3) [[ὕδωρ]] μεμιγμένον μεθ’ ἅλατος, [[ἅλμη]], κοινῶς «ἅρμη», Ἡρόδ. 2. 77, Ἀριστοφ. Σφ. 1515˙ ἡ Θασία [[ἅλμη]], Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 3˙ ἐν ἅλμῃ ἕψειν (τὸν ἰχθύν), Ἀντιφ. ἐν «Φιλωτίδι» 1, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 1, καταπνίγειν, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις», 1. 21, κτλ. ΙΙ. ἡ [[ἁλμυρότης]], ἰδίως δὲ ὡς [[ἔνδειξις]] κακῆς ποιότητος τοῦ ἐδάφους, Ξεν. Οἰκ. 20, 12˙ ἡ ὑπάρχουσα ἐν τῷ χυμῷ τῶν φυτῶν, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 8. 10, 1˙ πρβλ. [[ἁλμάω]], ἁλμήεις, εσσα, εν, = [[ἁλμυρός]], [[θαλάσσιος]], [[πόρος]] ἁλμ., ὅ ἐ. ἡ [[θάλασσα]]˙ Αἰσχύλ. Ἱκ. 844 (λυρ.). Ἀλλ’ ὁ Ἕρμαννος [[χάριν]] τοῦ μέτρου: ἁλμιόεις. | |lstext='''ἅλμη''': ἡ (ἅλς) θαλάσσιον [[ὕδωρ]], «ἅρμη», Ὀδ. Ε. 53, Πίνδ. καὶ Ἀττ. ― [[ἅλμη]] τῆς θαλάσσης στεγνώσασα ἐπὶ τοῦ σώματος, Ὀδ. Ζ. 219˙ ἁλμυρὰ [[ἐπιφάνεια]] ὡς φλοιὸς ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Ἡρόδ. 2. 12. 2) μεθ’ Ὅμηρ. = τὸ ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]], δηλ. ἡ [[θάλασσα]], Ἀρίων 3. (Bgk σελ. 872), Πινδ. Π. 4. 69, Αἰσχύλ. Πέρσ. 397, κτλ. 3) [[ὕδωρ]] μεμιγμένον μεθ’ ἅλατος, [[ἅλμη]], κοινῶς «ἅρμη», Ἡρόδ. 2. 77, Ἀριστοφ. Σφ. 1515˙ ἡ Θασία [[ἅλμη]], Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 3˙ ἐν ἅλμῃ ἕψειν (τὸν ἰχθύν), Ἀντιφ. ἐν «Φιλωτίδι» 1, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 1, καταπνίγειν, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις», 1. 21, κτλ. ΙΙ. ἡ [[ἁλμυρότης]], ἰδίως δὲ ὡς [[ἔνδειξις]] κακῆς ποιότητος τοῦ ἐδάφους, Ξεν. Οἰκ. 20, 12˙ ἡ ὑπάρχουσα ἐν τῷ χυμῷ τῶν φυτῶν, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 8. 10, 1˙ πρβλ. [[ἁλμάω]], ἁλμήεις, εσσα, εν, = [[ἁλμυρός]], [[θαλάσσιος]], [[πόρος]] ἁλμ., ὅ ἐ. ἡ [[θάλασσα]]˙ Αἰσχύλ. Ἱκ. 844 (λυρ.). Ἀλλ’ ὁ Ἕρμαννος [[χάριν]] τοῦ μέτρου: ἁλμιόεις. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> toute substance salée :<br /><b>1</b> eau de mer ; morsure de la peau par l’eau de mer séchée ; <i>p. ext.</i> la mer;<br /><b>2</b> saumure;<br /><b>3</b> efflorescence saline, salpêtre;<br /><b>II.</b> goût salé, saveur âcre.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]². | |||
}} | }} |