ἀνοίγνυμι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοίγνυμι''': Λυσ. 12. 10· ἀνοίγω. Πινδ. Π. 5. 119, Ἡρόδ. 3. 37, 117, καὶ Ἀττ.· Ἐπ. [[ἀναοίγω]] Ἰλ. Ω. 455· μεταγεν. ἀνοιγνύω, Δημ. Φαλ. 122, Παυσ. 8. 41, 4: - παρατ. ἀνέῳγον Ἰλ. Π. 221, καὶ ἀλλαχοῦ, Ἡρόδ. 1. 187, Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] [[ἀνῷγεν]] Ἰλ. Ξ. 168· σπανίως ἤνοιγον Ξεν. Ἑλ. 1. 1, 2 καὶ 6, 21· Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀναοίγεσκον (ἴδε κατωτ.)· μεταγεν. ἀνεῴγνυον Ἀππ. Ἐμφ. 4. 81, κτλ.: - μέλλ. ἀνοίξω Ἀριστοφ. Εἰρ. 179: - ἀόρ. ἀνέῳξα ὁ αὐτ. Σφ. 768, Θουκ. 2. 2· μετοχ. ἀνεῴξας Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 4300d: Ὡσαύτως ἤνοιξα Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 13 καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Ἰων. ἄνοιξα Ἡρόδ. 1. 68 (κοινῶς ἀνῷξα), 4. 143, 9. 118· ποιητ. ἀνῷξα Θεόκρ. 14 15: - πρκμ. ἀνέῳχα Δημ. 42. 30. 1048. 13, Μένανδ. ἐν «Θεττάλῃ» 3· [[ἀνέῳγα]] Ἀρισταίν. 2. 22· ὑπερσυντ. ἀνεῴγει Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 6 (ἴδε κατωτ.): - Παθ. ἀνοίγνυμαι Εὐρ. Ἴων 923, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1326: μεταγενέστ. μέλλ. ἀνοιχθήσομαι Ἑβδ., Ἐπίκτ., κτλ.· ἀνοιγήσομαι Ἑβδ.· ἀνεῴξομαι Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 14: - πρκμ. ἀνέῳγμαι Εὐρ., Θουκ., κλ.· ἀνῷγμαι Θεόκρ. 14. 47· μεταγεν. ἤνοιγμαι (δι-) ἐκ διορθώσεως τοῦ Λιττρὲ ἐν Ἱππ. Ἐπιδ. 1229, πρβλ. Ἰωσήπ. κατὰ Ἀπ. 2. 9: ὑπερσ. ἀνέῳκτο Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 14· (ὁ πρκμ. β´ [[ἀνέῳγα]] εἴρηται μὲ παθητ. σημασ. ἐν Ἱππ. 269. 17., 502. 10, Πλούτ., κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττικοῖς, ἐὰν ἐξαιρέσωμεν [[χωρίον]] τι τοῦ Δεινάρχ. ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 1. 52): - ἀόρ. ἀνεῴχθην Εὐρ. Ἴων 1563, ὑποτακτ. ἀνοιχθῇ Δημ. 44. 37, εὐκτ. ἀνοιχθείην Πλάτ. Φαίδων 59D· ἀνοιχθεὶς Θουκ. 4. 130, Πλάτ.· μεταγεν. ἠνοίχθην Παυσ. 2. 35, 4, Ἑβδ. καὶ ἀόρ. β´ ἠνοίγην Λουκ. Ἔρωτ. 14, κτλ. - Ἐν τῷ μεταγενεστέρῳ Ἑλληνισμῷ [[λίαν]] ἀνώμαλοι τύποι ἀπαντῶσιν: ἠνέῳξα Ἑβδ. (Γεν. η´, 6), Ἰώσηπ.· ἠνέῳγμαι Ἀποκάλ. ι´, 8, Ἡλιόδ. 9. 9· ἠνεῴχθην Ἑβδ. (Γεν. ζ´, 11)· [[ὡσαύτως]] ἀόρ. α´ ἀπαρ. ἀνωίξαι, Κόϊντ. Σμ. 12. 331· ἀνωίχθην Νόνν. Δ. 7. 317.
|lstext='''ἀνοίγνυμι''': Λυσ. 12. 10· ἀνοίγω. Πινδ. Π. 5. 119, Ἡρόδ. 3. 37, 117, καὶ Ἀττ.· Ἐπ. [[ἀναοίγω]] Ἰλ. Ω. 455· μεταγεν. ἀνοιγνύω, Δημ. Φαλ. 122, Παυσ. 8. 41, 4: - παρατ. ἀνέῳγον Ἰλ. Π. 221, καὶ ἀλλαχοῦ, Ἡρόδ. 1. 187, Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] [[ἀνῷγεν]] Ἰλ. Ξ. 168· σπανίως ἤνοιγον Ξεν. Ἑλ. 1. 1, 2 καὶ 6, 21· Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀναοίγεσκον (ἴδε κατωτ.)· μεταγεν. ἀνεῴγνυον Ἀππ. Ἐμφ. 4. 81, κτλ.: - μέλλ. ἀνοίξω Ἀριστοφ. Εἰρ. 179: - ἀόρ. ἀνέῳξα ὁ αὐτ. Σφ. 768, Θουκ. 2. 2· μετοχ. ἀνεῴξας Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 4300d: Ὡσαύτως ἤνοιξα Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 13 καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Ἰων. ἄνοιξα Ἡρόδ. 1. 68 (κοινῶς ἀνῷξα), 4. 143, 9. 118· ποιητ. ἀνῷξα Θεόκρ. 14 15: - πρκμ. ἀνέῳχα Δημ. 42. 30. 1048. 13, Μένανδ. ἐν «Θεττάλῃ» 3· [[ἀνέῳγα]] Ἀρισταίν. 2. 22· ὑπερσυντ. ἀνεῴγει Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 6 (ἴδε κατωτ.): - Παθ. ἀνοίγνυμαι Εὐρ. Ἴων 923, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1326: μεταγενέστ. μέλλ. ἀνοιχθήσομαι Ἑβδ., Ἐπίκτ., κτλ.· ἀνοιγήσομαι Ἑβδ.· ἀνεῴξομαι Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 14: - πρκμ. ἀνέῳγμαι Εὐρ., Θουκ., κλ.· ἀνῷγμαι Θεόκρ. 14. 47· μεταγεν. ἤνοιγμαι (δι-) ἐκ διορθώσεως τοῦ Λιττρὲ ἐν Ἱππ. Ἐπιδ. 1229, πρβλ. Ἰωσήπ. κατὰ Ἀπ. 2. 9: ὑπερσ. ἀνέῳκτο Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 14· (ὁ πρκμ. β´ [[ἀνέῳγα]] εἴρηται μὲ παθητ. σημασ. ἐν Ἱππ. 269. 17., 502. 10, Πλούτ., κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττικοῖς, ἐὰν ἐξαιρέσωμεν [[χωρίον]] τι τοῦ Δεινάρχ. ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 1. 52): - ἀόρ. ἀνεῴχθην Εὐρ. Ἴων 1563, ὑποτακτ. ἀνοιχθῇ Δημ. 44. 37, εὐκτ. ἀνοιχθείην Πλάτ. Φαίδων 59D· ἀνοιχθεὶς Θουκ. 4. 130, Πλάτ.· μεταγεν. ἠνοίχθην Παυσ. 2. 35, 4, Ἑβδ. καὶ ἀόρ. β´ ἠνοίγην Λουκ. Ἔρωτ. 14, κτλ. - Ἐν τῷ μεταγενεστέρῳ Ἑλληνισμῷ [[λίαν]] ἀνώμαλοι τύποι ἀπαντῶσιν: ἠνέῳξα Ἑβδ. (Γεν. η´, 6), Ἰώσηπ.· ἠνέῳγμαι Ἀποκάλ. ι´, 8, Ἡλιόδ. 9. 9· ἠνεῴχθην Ἑβδ. (Γεν. ζ´, 11)· [[ὡσαύτως]] ἀόρ. α´ ἀπαρ. ἀνωίξαι, Κόϊντ. Σμ. 12. 331· ἀνωίχθην Νόνν. Δ. 7. 317.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀνοίγω]].
}}
}}