οἶκτος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἶκτος''': ὁ, (οἴ) [[λύπη]], [[συμπάθεια]], [[αἴσθημα]] οἴκτου, [[οἶκτος]] δ’ ἕλε λαὸν ἅπαντα Ὀδ. Β. 81, πρβλ. Ω. 438· οἶκτός τις ἴσχει κατακτείνειν, [[αἴσθημα]] οἴκτου τὸν ἐμποδίζει ἀπὸ τοῦ νά..., Ἡρόδ. 5. 92, 3· οἴκτου [[πλέως]] Σοφ. Φιλ. 1074· οἶκτον ἔχειν φρενὶ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 525· ἐμοὶ γὰρ [[οἶκτος]] δεινὸς εἰσέβη ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 299· ἐμοὶ μὲν [[οἶκτος]] δεινὸς ἐμπέπτωκέ τις ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 965· θνητοὺς ... ἐν οἴκτῳ προθέμενος Αἰσχύλ. Πρ. 239 δι’ οἴκτου ἔχειν τινὰ Εὐρ. Ἑκάβ. 851· εἰσῆλθέ μ’ [[οἶκτος]] εἰ ... ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 931· - [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμένου, [[συμπάθεια]] πρὸς ..., [[πόθος]] καὶ [[οἶκτος]] τῆς πόλιος Ἡρόδ. 1. 165, πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 519· - ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 486, τοῦ Linwood ἡ [[διόρθωσις]], οἰκτίσας ἰδὼν τάδε, [[εἶναι]] σχεδὸν ἀναγκαία. 2) [[ἔκφρασις]] οἴκτου ἢ λύπης, [[θρῆνος]], λυπηρὸς [[ὀδυρμός]], Σιμωνίδ. 5· [[οἶκτος]] [[οὔτις]] ἦν διὰ [[στόμα]] Αἰσχύλ. Θήβ. 51· τόνδε κλύουσαν οἶκτον ὁ αὐτ. ἐν Χο. 411· οἰκτρὸν οἶκτον ἀΐων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 59· [[κλύω]] τινὸς οἴκτου Σοφ. Τρ. 864· οὐκ οἴκτου μέτα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1636· - καὶ ἐν τῷ πληθ., παθόντος οἴκτοις, διὰ τῶν θρήνων καὶ ὀδυρμῶν τοῦ παθόντος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 386 (λυρ.)· ἄϊον οἴκτους οὓς οἰκτίζει Εὐρ. Τρῳ. 155· τοὺς ὀδυρμοὺς ἐξαιρήσομεν καὶ τοὺς οἴκτους Πλάτ. Πολ. 387D· οἴκτων λήγετε Εὐρ. Φοίν. 1584. πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 28, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α, Νόμ. 949Β. ΙΙ. ἀντικείμενον οἴκτου, Πλουτ. Μάρ. 1, πρβλ. Schäf. 5, σ. 107.
|lstext='''οἶκτος''': ὁ, (οἴ) [[λύπη]], [[συμπάθεια]], [[αἴσθημα]] οἴκτου, [[οἶκτος]] δ’ ἕλε λαὸν ἅπαντα Ὀδ. Β. 81, πρβλ. Ω. 438· οἶκτός τις ἴσχει κατακτείνειν, [[αἴσθημα]] οἴκτου τὸν ἐμποδίζει ἀπὸ τοῦ νά..., Ἡρόδ. 5. 92, 3· οἴκτου [[πλέως]] Σοφ. Φιλ. 1074· οἶκτον ἔχειν φρενὶ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 525· ἐμοὶ γὰρ [[οἶκτος]] δεινὸς εἰσέβη ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 299· ἐμοὶ μὲν [[οἶκτος]] δεινὸς ἐμπέπτωκέ τις ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 965· θνητοὺς ... ἐν οἴκτῳ προθέμενος Αἰσχύλ. Πρ. 239 δι’ οἴκτου ἔχειν τινὰ Εὐρ. Ἑκάβ. 851· εἰσῆλθέ μ’ [[οἶκτος]] εἰ ... ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 931· - [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμένου, [[συμπάθεια]] πρὸς ..., [[πόθος]] καὶ [[οἶκτος]] τῆς πόλιος Ἡρόδ. 1. 165, πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 519· - ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 486, τοῦ Linwood ἡ [[διόρθωσις]], οἰκτίσας ἰδὼν τάδε, [[εἶναι]] σχεδὸν ἀναγκαία. 2) [[ἔκφρασις]] οἴκτου ἢ λύπης, [[θρῆνος]], λυπηρὸς [[ὀδυρμός]], Σιμωνίδ. 5· [[οἶκτος]] [[οὔτις]] ἦν διὰ [[στόμα]] Αἰσχύλ. Θήβ. 51· τόνδε κλύουσαν οἶκτον ὁ αὐτ. ἐν Χο. 411· οἰκτρὸν οἶκτον ἀΐων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 59· [[κλύω]] τινὸς οἴκτου Σοφ. Τρ. 864· οὐκ οἴκτου μέτα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1636· - καὶ ἐν τῷ πληθ., παθόντος οἴκτοις, διὰ τῶν θρήνων καὶ ὀδυρμῶν τοῦ παθόντος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 386 (λυρ.)· ἄϊον οἴκτους οὓς οἰκτίζει Εὐρ. Τρῳ. 155· τοὺς ὀδυρμοὺς ἐξαιρήσομεν καὶ τοὺς οἴκτους Πλάτ. Πολ. 387D· οἴκτων λήγετε Εὐρ. Φοίν. 1584. πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 28, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α, Νόμ. 949Β. ΙΙ. ἀντικείμενον οἴκτου, Πλουτ. Μάρ. 1, πρβλ. Schäf. 5, σ. 107.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> lamentation;<br /><b>2</b> pitié, compassion.<br />'''Étymologie:''' [[οἴ]].
}}
}}