αἱρέω: Difference between revisions

3,371 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱρέω''': παρατ. ᾕρεον, Ἰλ., Ἰων. αἵρεον, Ἡρόδ., ἀλλὰ συνῃρ. ᾕρει, ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 463: ― μέλλ. αἱρήσω, Ἰλ. Ἀττ.: ἀόρ. ᾕρησα, [[εἶναι]] μεταγεν. (ἀν-), Κ. Σμ. 4, 40, κτλ: πρκμ. ᾕρηκα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 267, Θουκ., κτλ., Ἰων. [[ἀραίρηκα]] ἢ αἵρηκα, (ἀν-), Ἡρόδ. 4. 66., 5. 102: ― ὑπερσ. ἀραιρήκεε, 3. 39: Μέσ. μέλλ. αἱρήσομαι, Ἰλ., Ἀττ.: ἀόρ. ᾑρησάμην, Πολύβ., κτλ. (πρβλ. [[ἐξαιρέω]]): πρκμ. [[μετὰ]] μέσ. σημασ. ᾕρημαι, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1517, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 12., Δημ. 22. 21, κτλ.: γϳ πληθ. ὑπερσ. ᾕρηντο, Θουκ. 1. 62: ― Παθ. μέλλ. αἱρεθήσομαι, Ἡρόδ. 2. 13, Πλάτ.: σπαν. ᾑρήσομαι, Πλάτ. Πρωτ. 338C: ἀόρ. ᾑρέθην καὶ πρκμ. ᾕρημαι, ἴδε κατωτέρ. C. καὶ ἀλλ: ὑπερσ. ᾕρηντο, Ξεν. Ἀν. 3. 2. 1· ἀραίρητο, Ἡρόδ. 1. 191, κτλ. ― Ἐκ √ ἙΛ σχηματίζονται τὰ ἑπόμ.: μέλλ. ἑλῶ, μόνον παρὰ μεταγεν. (δι-), Ἐπιγρ. Θηρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. VI, 19· (ἀν-), Διον. Ἁλ. 11. 18., Διόδ., (καθ-), Ἀνθ. Πλατ. 334: ἀόρ. αϳ εἷλα (ἀν-), Πράξ. Ἀπ. βϳ, 23· (ἀν-), Συλλ. Ἐπιγρ. 3272. 24, ἀλλαχοῦ ἀόρ. βϳ εἷλον, Ὅμ., κλπ.: ― Ἰων. ἕλεσκε, Ἰλ. Ω. 752: ― Μέσ. μέλλ. ἑλοῦμαι, Διον. Ἁλ. 4. 75. Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 184, (ἀφ-), Τιμόστρ. ἐν «Φιλοδεσπότῃ», 1, Ἀνθ., (δι-), Διον. Ἀλ., (ἐξ-), Ἀλκίφρ. ― ἀόρ. αϳ εἱλάμην, Ἀνθ. Π. παράρτ. 257. 5· (ἀφ), Ἀθήν. 546Α, (δι-), Ἀνθ. Π. 9. 56: ― ἀλλαχοῦ ἀόρ. βϳ εἱλόμην, Ὅμ., κτλ. ― Πρβλ. ἀν-, ἀφ-, δι-, ἐξ-, καθ-, περ-, περι-, προ-, προσ-, συν-, ὑφαιρέω· (ὁ Κούρτιος πιστεύει ὅτι αἱ ῥίζαι αἱρ (ἁρι), ἑλ δυνατὸν νὰ ἔχωσι στενὴν συγγένειαν· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ἁλίσκομαι]], [[ὅπερ]] [[συχνάκις]] χρησιμεύει ὡς παθητ. τοῦ [[αἱρέω]]). Α. Ἐνεργ. [[λαμβάνω]] διὰ τῆς χειρός, δράττομαι, [[ἁρπάζω]]· αἱρεῖν τι ἐν χερσίν, [[μετὰ]] χερσίν, [[λαμβάνω]] τι ἀνὰ χεῖρας, Ὀδ. Δ. 66., Θ. 372· αἱρεῖν τινα χειρός, [[λαμβάνω]] τινὰ ἐκ τῆς χειρός, Ἰλ. Α. 323· [[κόμης]] τινά, [[αὐτόθι]] 197· μ’… ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν, Ὀδ. Ψ. 76· [[ὡσαύτως]] αἱρ. χερσὶ [[δόρυ]], κτλ.: ― ἡ μετοχὴ ἑλὼν [[ἐνίοτε]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. καθὼς τὸ λαβών, δηλ. διὰ τῆς βίας, Σοφ. Ἀντιγ. 497, ἀλλ’, [[ἔνθεν]] ἑλὼν = ἀναλαβὼν τὴν συνέχειαν, ἐξακολουθήσας (τὸ ᾆσμα), Ὀδ. Θ. 500. 2) ἀφαιρῶ, [[ἀποκομίζω]], τι ἀπό τινος, Ὅμ. ἀλλὰ καὶ τινά τι, ὡς τὸ ἀφαιρεῖσθαι, Ἰλ. Π. 805. ΙΙ. [[κυριεύω]], [[λαμβάνω]] εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, [[ναῦς]], Ἰλ. Ν. 42· ἰδίως [[κυριεύω]] πόλιν, Β. 37, Σοφ. Φ. 347, κτλ., πρβλ. [[ἄκρα]] 3: ― [[ὑπερισχύω]], [[φονεύω]], Ὅμ., κτλ.: ― [[συχνάκις]] ἐπὶ παθῶν, κτλ., [[καταλαμβάνω]], [[ἐπέρχομαι]], ὡς [[χόλος]], Ἰλ. Σ. 322· [[ἵμερος]], Γ. 446· [[ὕπνος]], Κ. 39· [[λήθη]], Β. 33, κτλ.: ἐπὶ νόσου, Πλάτ. Θεαίτ. 142Β. ― [[ἁπλῶς]], νικῶ (ἐν ἀγῶνι δρόμου ἢ ἁρματοδρομίας), οὐκ ἔσθ’ ὅς κε σ’ ἕλῃσι [[μετάλμενος]], Ἰλ. Ψ. 345: ― τὸ μέσ. [[ἐνίοτε]] κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[κυριεύω]], κακά νιν ἕλοιτο [[μοῖρα]], Σοφ. Ο. Τ. 887, πρβλ. Αῃ 396. 2) [[συλλαμβάνω]], πιάνω, ζωοὺς ἕλον, Ἰλ. Φ. 102: [[συλλαμβάνω]] ἐν θήρᾳ, Ὅμ., κτλ. Ὡσαύτως [[λαμβάνω]], [[κερδαίνω]], [[αἰχμαλωτίζω]], ἐξαπατῶ, [[παγιδεύω]], Σοφ. Ο. Κ. 764, κτλ. καὶ ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[πείθω]], ἑλκύω πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, Ξεν. Ἀπομ. 2. 3, 16, πρβλ. 3. 11, 11, Πλάτ. Λύσ. 205Ε, κτλ. β) μ. μετοχ. [[καταλαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]] τινὰ ποιοῦντά τι, Σοφ. Ἀντ. 385, 655· ἐπ’ αὐτοφώρῳ [[ἑλεῖν]], [[συλλαμβάνω]] ἐν τῇ πράξει, Εὐρ. Ἴων 1214· φῶρα ἐπὶ κλοπῇ [[ἑλεῖν]], Πλάτ. Νόμ. 874Β. 3) [[καθόλου]], κερδαίνειν, κτᾶσθαι, [[κῦδος]], Ἰλ. Ρ. 321· στεφάνους, Πίνδ., κτλ. ἰδίως ἐπὶ τῶν δημοσίων ἀγώνων, [[Ἴσθμια]] [[ἑλεῖν]], κτλ., Σιμων. 158: ― Παθ., ἁγὼν ᾑρέθη, ὁ ἀγὼν ἐκερδήθη, Σοφ. Ο. Κ. 1148, πρβλ. [[καθαιρέω]], IV. β) [[καθόλου]], [[τυγχάνω]] τινός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἐκφεύγω]], Πλάτ. Πολ. 359Α· πρβλ. Τίμ. 64Β, κτλ. 4) ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, ἀποδεικνύω τινὰ ἔνοχόν τινος, τινά τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 591· εἷλέ σ’ ἡ Δίκη, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 636· [[ὡσαύτως]] μ. μετοχ. αἱρεῖν τινα κλέπτοντα, ἀποδεικνύναι αὐτὸν ἔνοχον κλοπῆς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 829, Πλάτ. Νόμ. 941D· [[οὕτως]], ᾑρῆσθαι κλοπεὺς (ἐνν. ὤν), Σοφ. Ἀντ. 493, πρβλ. 406. β) αἱρεῖν δίκην ἢ γραφήν, [[λαμβάνω]] ψῆφον πρὸς καταδίκην τοῦ ἀντιδίκου, Ἀντιφῶν 115. 24, κτλ., ἀλλὰ καὶ δίκην [[ἑλεῖν]] τινα, [[καταδικάζω]] τινὰ διὰ δίκης, Ἰσαῖος 64. 19· [[ἑλεῖν]] τὰ διαμαρτυρηθέντα, [[καταδικάζω]] τὰς μαρτυρίας ὡς ψευδεῖς, Ἰσοκρ. 374Β. γ) ἀπολ. [[κερδαίνω]] τὴν δίκην, οἱ ἁλόντες, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἑαλωκότες, Δημ. 518. 16· [[Κύπρις]] εἷλε λόγοις αἰόλοις ([[οὕτως]] ὁ Musgr. ἀντὶ τοῦ δολίοις) = ἡ [[Ἀφροδίτη]] ἐκέρδησε..., Εὐρ. Ἀνδρ. 290· πρβλ. Ἱκ. 608. Πλάτ. Νόμ. 762Β, κτλ. δ) περὶ πράγματος ἢ συμβεβηκότος [[ὅπερ]] καταδικάζει τινά, τοῦτ’ ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρήσει, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 28Α. 5) ὁ [[λόγος]] αἱρέει, Λατ. ratio evincit, ὁ ὀρθὸς [[λόγος]] ἢ ὁ [[λόγος]] τοῦ πράγματος ἀποδεικνύει, Ἡρόδ. 2. 33· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσώπου, ὁ [[λόγος]] πείθει τινά, ὁ αὐτ. 1. 132., 7. 41· ὡς ἐμὴ γνώμη αἱρέει, Ἡρόδ. 2. 43· ὅπῃ ὁ [[λόγος]] αἱρεῖ βέλτιστα ἔχειν, Πλάτ. Πολ. 604C, πρβλ. 607Β. ― μετ’ ἀπαρ. [[αὐτόθι]] 440Β. ΙΙΙ. [[συναρπάζω]] διὰ τῆς φρενός, [[καταλαμβάνω]] διὰ ταχείας ἀντιλήψεως, ἀντιλαμβάνομαι, Πλάτ. Φίληβ. 17Ε, 20D, Πολιτικ. 282D. Β. Μέσ., μ. παρακ. ᾕρημαι (ἴδε ἀνωτέρω), [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτόν, [[ἔγχος]] ἑλέσθαι, [[λαμβάνω]] τὸ [[δόρυ]] μου, Ἰλ. Π. 140, κτλ.· [[δόρπον]], [[δεῖπνον]], δειπνῶ, Η. 370., Β. 399· πιέειν δ’ οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι, Ὀδ. Λ. 584· Τρωσίν… ὅρκον ἑλ., [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]] [[παρά]]..., Ἰλ. Χ. 119. Καὶ [[οὕτως]] ἐν ταῖς πλείσταις τῶν σημασιῶν τοῦ ἐνεργητικοῦ προστιθεμένης [[πάντοτε]] τῆς ἀντανακλαστικῆς δυνάμεως τοῦ μέσου. ΙΙ. [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτόν, [[ἐκλέγω]], Ἰλ. Κ. 235, Ὀδ. Π. 149: [[ἐντεῦθεν]] [[λαμβάνω]] κατὰ προτίμησιν, προτιμῶ τι ἑτέρου, τι πρό τινος, Ἡρόδ. 1. 87· τι [[ἀντί]] τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 7. 3, Δημ. 22. 21· [[ὡσαύτως]], τί τινος, Σοφ. Φ. 1100· τι [[μᾶλλον]] ἤ... ἢ μᾶλλόν τινος, [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., καὶ [[ἐνίοτε]], ὡς τὸ βούλεσθαι, αἱρεῖσθαι ἤ..., [[ἄνευ]] τοῦ [[μᾶλλον]], Πινδ. Ν. 10. 110, Θεόκρ. 11. 49, ἔτι δὲ καὶ παρὰ τοῖς πεζ. τῶν Ἀττ., Λυσ. 196. 23. β) μετ’ ἀπαρεμ., προτιμῶ νὰ πράξω τι, Ἡρόδ. 1. 11, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ. [[ὡσαύτως]], [[μᾶλλον]] αἱρεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ τοῦ Κικέρωνος, potius malle, Πλάτ. Ἀπολ. 38Ε, κτλ. γ) αἱρεῖσθαι εἰ..., εἶμαι εὐχαριστημένος ἐάν..., Ἀνθ. Π. 12. 67. 2) αἱρεῖσθαι τά τινος ἢ τινά, [[λαμβάνω]] τὸ [[μέρος]] τινός, προσχωρῶ εἰς τὴν μερίδα τινός, Ἡρόδ. 1. 108, κτλ.· αἱρ. γνώμην, [[ἀποδέχομαι]] γνώμην τινά, ὁ αὐτ. 4. 137. 3) [[ἐκλέγω]] διὰ ψήφου, [[ἐκλέγω]] τινὰ εἴς τι [[ἀξίωμα]], αἱρεῖσθαί τινα ἄρχοντα, στρατηγόν, κτλ., [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., [[ὡσαύτως]] αἱρ. τινὰ ἐπ’ [[ἀρχήν]], Πλάτ. Μένων 90Β· αἱρ. τινὰ ἄρχειν, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 28Ε, πρβλ. Ἰλ. Β. 127. 4) ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ, 1. Γ. Παθ. κυριεύομαι, Ἡρόδ. 1. 185, 191., 9. 102., ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας τὸ [[ἁλίσκομαι]] [[εἶναι]] ἐν συχνοτέρᾳ χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ. ὡς παθ. 2) ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 3. ΙΙ. ὡς παθητικὸν τῆς τοῦ μέσ. σημασίας, ἐκλέγομαι, κατὰ πρκμ. ᾕρημαι ([[ὅστις]] [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] καὶ μέσ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1209, κτλ.· ― Ἰων. ἀραίρημαι, Ἡρόδ. 7. 118, 172, 173, καὶ ἀλλ., στρατηγεῖν ᾑρημένος, Ξεν. Ἀπομ. 3. 2, 2· ἐπ’ ἀρχῆς ᾑρῆσθαι, ὁ αὐτ. 3. 3, 2· ἐπ’ [[ἀρχήν]] τινα, Πλάτ. Νόμ. 809Α· ὁ ἀόρ. ᾑρέθην [[εἶναι]] [[πάντοτε]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Αἰσχύλ. Θ. 505. Ἀριστοφ. Ὄρ. 759, Θουκ., κτλ. Ὁ ἐνεστὼς σπανίως: αἱροῦνται πρεσβευταί = ἐκλέγονται, Ἀριστ. Πολ. 4. 15. 3.
|lstext='''αἱρέω''': παρατ. ᾕρεον, Ἰλ., Ἰων. αἵρεον, Ἡρόδ., ἀλλὰ συνῃρ. ᾕρει, ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 463: ― μέλλ. αἱρήσω, Ἰλ. Ἀττ.: ἀόρ. ᾕρησα, [[εἶναι]] μεταγεν. (ἀν-), Κ. Σμ. 4, 40, κτλ: πρκμ. ᾕρηκα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 267, Θουκ., κτλ., Ἰων. [[ἀραίρηκα]] ἢ αἵρηκα, (ἀν-), Ἡρόδ. 4. 66., 5. 102: ― ὑπερσ. ἀραιρήκεε, 3. 39: Μέσ. μέλλ. αἱρήσομαι, Ἰλ., Ἀττ.: ἀόρ. ᾑρησάμην, Πολύβ., κτλ. (πρβλ. [[ἐξαιρέω]]): πρκμ. [[μετὰ]] μέσ. σημασ. ᾕρημαι, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1517, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 12., Δημ. 22. 21, κτλ.: γϳ πληθ. ὑπερσ. ᾕρηντο, Θουκ. 1. 62: ― Παθ. μέλλ. αἱρεθήσομαι, Ἡρόδ. 2. 13, Πλάτ.: σπαν. ᾑρήσομαι, Πλάτ. Πρωτ. 338C: ἀόρ. ᾑρέθην καὶ πρκμ. ᾕρημαι, ἴδε κατωτέρ. C. καὶ ἀλλ: ὑπερσ. ᾕρηντο, Ξεν. Ἀν. 3. 2. 1· ἀραίρητο, Ἡρόδ. 1. 191, κτλ. ― Ἐκ √ ἙΛ σχηματίζονται τὰ ἑπόμ.: μέλλ. ἑλῶ, μόνον παρὰ μεταγεν. (δι-), Ἐπιγρ. Θηρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. VI, 19· (ἀν-), Διον. Ἁλ. 11. 18., Διόδ., (καθ-), Ἀνθ. Πλατ. 334: ἀόρ. αϳ εἷλα (ἀν-), Πράξ. Ἀπ. βϳ, 23· (ἀν-), Συλλ. Ἐπιγρ. 3272. 24, ἀλλαχοῦ ἀόρ. βϳ εἷλον, Ὅμ., κλπ.: ― Ἰων. ἕλεσκε, Ἰλ. Ω. 752: ― Μέσ. μέλλ. ἑλοῦμαι, Διον. Ἁλ. 4. 75. Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 184, (ἀφ-), Τιμόστρ. ἐν «Φιλοδεσπότῃ», 1, Ἀνθ., (δι-), Διον. Ἀλ., (ἐξ-), Ἀλκίφρ. ― ἀόρ. αϳ εἱλάμην, Ἀνθ. Π. παράρτ. 257. 5· (ἀφ), Ἀθήν. 546Α, (δι-), Ἀνθ. Π. 9. 56: ― ἀλλαχοῦ ἀόρ. βϳ εἱλόμην, Ὅμ., κτλ. ― Πρβλ. ἀν-, ἀφ-, δι-, ἐξ-, καθ-, περ-, περι-, προ-, προσ-, συν-, ὑφαιρέω· (ὁ Κούρτιος πιστεύει ὅτι αἱ ῥίζαι αἱρ (ἁρι), ἑλ δυνατὸν νὰ ἔχωσι στενὴν συγγένειαν· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ἁλίσκομαι]], [[ὅπερ]] [[συχνάκις]] χρησιμεύει ὡς παθητ. τοῦ [[αἱρέω]]). Α. Ἐνεργ. [[λαμβάνω]] διὰ τῆς χειρός, δράττομαι, [[ἁρπάζω]]· αἱρεῖν τι ἐν χερσίν, [[μετὰ]] χερσίν, [[λαμβάνω]] τι ἀνὰ χεῖρας, Ὀδ. Δ. 66., Θ. 372· αἱρεῖν τινα χειρός, [[λαμβάνω]] τινὰ ἐκ τῆς χειρός, Ἰλ. Α. 323· [[κόμης]] τινά, [[αὐτόθι]] 197· μ’… ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν, Ὀδ. Ψ. 76· [[ὡσαύτως]] αἱρ. χερσὶ [[δόρυ]], κτλ.: ― ἡ μετοχὴ ἑλὼν [[ἐνίοτε]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. καθὼς τὸ λαβών, δηλ. διὰ τῆς βίας, Σοφ. Ἀντιγ. 497, ἀλλ’, [[ἔνθεν]] ἑλὼν = ἀναλαβὼν τὴν συνέχειαν, ἐξακολουθήσας (τὸ ᾆσμα), Ὀδ. Θ. 500. 2) ἀφαιρῶ, [[ἀποκομίζω]], τι ἀπό τινος, Ὅμ. ἀλλὰ καὶ τινά τι, ὡς τὸ ἀφαιρεῖσθαι, Ἰλ. Π. 805. ΙΙ. [[κυριεύω]], [[λαμβάνω]] εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, [[ναῦς]], Ἰλ. Ν. 42· ἰδίως [[κυριεύω]] πόλιν, Β. 37, Σοφ. Φ. 347, κτλ., πρβλ. [[ἄκρα]] 3: ― [[ὑπερισχύω]], [[φονεύω]], Ὅμ., κτλ.: ― [[συχνάκις]] ἐπὶ παθῶν, κτλ., [[καταλαμβάνω]], [[ἐπέρχομαι]], ὡς [[χόλος]], Ἰλ. Σ. 322· [[ἵμερος]], Γ. 446· [[ὕπνος]], Κ. 39· [[λήθη]], Β. 33, κτλ.: ἐπὶ νόσου, Πλάτ. Θεαίτ. 142Β. ― [[ἁπλῶς]], νικῶ (ἐν ἀγῶνι δρόμου ἢ ἁρματοδρομίας), οὐκ ἔσθ’ ὅς κε σ’ ἕλῃσι [[μετάλμενος]], Ἰλ. Ψ. 345: ― τὸ μέσ. [[ἐνίοτε]] κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[κυριεύω]], κακά νιν ἕλοιτο [[μοῖρα]], Σοφ. Ο. Τ. 887, πρβλ. Αῃ 396. 2) [[συλλαμβάνω]], πιάνω, ζωοὺς ἕλον, Ἰλ. Φ. 102: [[συλλαμβάνω]] ἐν θήρᾳ, Ὅμ., κτλ. Ὡσαύτως [[λαμβάνω]], [[κερδαίνω]], [[αἰχμαλωτίζω]], ἐξαπατῶ, [[παγιδεύω]], Σοφ. Ο. Κ. 764, κτλ. καὶ ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[πείθω]], ἑλκύω πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, Ξεν. Ἀπομ. 2. 3, 16, πρβλ. 3. 11, 11, Πλάτ. Λύσ. 205Ε, κτλ. β) μ. μετοχ. [[καταλαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]] τινὰ ποιοῦντά τι, Σοφ. Ἀντ. 385, 655· ἐπ’ αὐτοφώρῳ [[ἑλεῖν]], [[συλλαμβάνω]] ἐν τῇ πράξει, Εὐρ. Ἴων 1214· φῶρα ἐπὶ κλοπῇ [[ἑλεῖν]], Πλάτ. Νόμ. 874Β. 3) [[καθόλου]], κερδαίνειν, κτᾶσθαι, [[κῦδος]], Ἰλ. Ρ. 321· στεφάνους, Πίνδ., κτλ. ἰδίως ἐπὶ τῶν δημοσίων ἀγώνων, [[Ἴσθμια]] [[ἑλεῖν]], κτλ., Σιμων. 158: ― Παθ., ἁγὼν ᾑρέθη, ὁ ἀγὼν ἐκερδήθη, Σοφ. Ο. Κ. 1148, πρβλ. [[καθαιρέω]], IV. β) [[καθόλου]], [[τυγχάνω]] τινός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἐκφεύγω]], Πλάτ. Πολ. 359Α· πρβλ. Τίμ. 64Β, κτλ. 4) ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, ἀποδεικνύω τινὰ ἔνοχόν τινος, τινά τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 591· εἷλέ σ’ ἡ Δίκη, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 636· [[ὡσαύτως]] μ. μετοχ. αἱρεῖν τινα κλέπτοντα, ἀποδεικνύναι αὐτὸν ἔνοχον κλοπῆς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 829, Πλάτ. Νόμ. 941D· [[οὕτως]], ᾑρῆσθαι κλοπεὺς (ἐνν. ὤν), Σοφ. Ἀντ. 493, πρβλ. 406. β) αἱρεῖν δίκην ἢ γραφήν, [[λαμβάνω]] ψῆφον πρὸς καταδίκην τοῦ ἀντιδίκου, Ἀντιφῶν 115. 24, κτλ., ἀλλὰ καὶ δίκην [[ἑλεῖν]] τινα, [[καταδικάζω]] τινὰ διὰ δίκης, Ἰσαῖος 64. 19· [[ἑλεῖν]] τὰ διαμαρτυρηθέντα, [[καταδικάζω]] τὰς μαρτυρίας ὡς ψευδεῖς, Ἰσοκρ. 374Β. γ) ἀπολ. [[κερδαίνω]] τὴν δίκην, οἱ ἁλόντες, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἑαλωκότες, Δημ. 518. 16· [[Κύπρις]] εἷλε λόγοις αἰόλοις ([[οὕτως]] ὁ Musgr. ἀντὶ τοῦ δολίοις) = ἡ [[Ἀφροδίτη]] ἐκέρδησε..., Εὐρ. Ἀνδρ. 290· πρβλ. Ἱκ. 608. Πλάτ. Νόμ. 762Β, κτλ. δ) περὶ πράγματος ἢ συμβεβηκότος [[ὅπερ]] καταδικάζει τινά, τοῦτ’ ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρήσει, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 28Α. 5) ὁ [[λόγος]] αἱρέει, Λατ. ratio evincit, ὁ ὀρθὸς [[λόγος]] ἢ ὁ [[λόγος]] τοῦ πράγματος ἀποδεικνύει, Ἡρόδ. 2. 33· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσώπου, ὁ [[λόγος]] πείθει τινά, ὁ αὐτ. 1. 132., 7. 41· ὡς ἐμὴ γνώμη αἱρέει, Ἡρόδ. 2. 43· ὅπῃ ὁ [[λόγος]] αἱρεῖ βέλτιστα ἔχειν, Πλάτ. Πολ. 604C, πρβλ. 607Β. ― μετ’ ἀπαρ. [[αὐτόθι]] 440Β. ΙΙΙ. [[συναρπάζω]] διὰ τῆς φρενός, [[καταλαμβάνω]] διὰ ταχείας ἀντιλήψεως, ἀντιλαμβάνομαι, Πλάτ. Φίληβ. 17Ε, 20D, Πολιτικ. 282D. Β. Μέσ., μ. παρακ. ᾕρημαι (ἴδε ἀνωτέρω), [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτόν, [[ἔγχος]] ἑλέσθαι, [[λαμβάνω]] τὸ [[δόρυ]] μου, Ἰλ. Π. 140, κτλ.· [[δόρπον]], [[δεῖπνον]], δειπνῶ, Η. 370., Β. 399· πιέειν δ’ οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι, Ὀδ. Λ. 584· Τρωσίν… ὅρκον ἑλ., [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]] [[παρά]]..., Ἰλ. Χ. 119. Καὶ [[οὕτως]] ἐν ταῖς πλείσταις τῶν σημασιῶν τοῦ ἐνεργητικοῦ προστιθεμένης [[πάντοτε]] τῆς ἀντανακλαστικῆς δυνάμεως τοῦ μέσου. ΙΙ. [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτόν, [[ἐκλέγω]], Ἰλ. Κ. 235, Ὀδ. Π. 149: [[ἐντεῦθεν]] [[λαμβάνω]] κατὰ προτίμησιν, προτιμῶ τι ἑτέρου, τι πρό τινος, Ἡρόδ. 1. 87· τι [[ἀντί]] τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 7. 3, Δημ. 22. 21· [[ὡσαύτως]], τί τινος, Σοφ. Φ. 1100· τι [[μᾶλλον]] ἤ... ἢ μᾶλλόν τινος, [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., καὶ [[ἐνίοτε]], ὡς τὸ βούλεσθαι, αἱρεῖσθαι ἤ..., [[ἄνευ]] τοῦ [[μᾶλλον]], Πινδ. Ν. 10. 110, Θεόκρ. 11. 49, ἔτι δὲ καὶ παρὰ τοῖς πεζ. τῶν Ἀττ., Λυσ. 196. 23. β) μετ’ ἀπαρεμ., προτιμῶ νὰ πράξω τι, Ἡρόδ. 1. 11, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ. [[ὡσαύτως]], [[μᾶλλον]] αἱρεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ τοῦ Κικέρωνος, potius malle, Πλάτ. Ἀπολ. 38Ε, κτλ. γ) αἱρεῖσθαι εἰ..., εἶμαι εὐχαριστημένος ἐάν..., Ἀνθ. Π. 12. 67. 2) αἱρεῖσθαι τά τινος ἢ τινά, [[λαμβάνω]] τὸ [[μέρος]] τινός, προσχωρῶ εἰς τὴν μερίδα τινός, Ἡρόδ. 1. 108, κτλ.· αἱρ. γνώμην, [[ἀποδέχομαι]] γνώμην τινά, ὁ αὐτ. 4. 137. 3) [[ἐκλέγω]] διὰ ψήφου, [[ἐκλέγω]] τινὰ εἴς τι [[ἀξίωμα]], αἱρεῖσθαί τινα ἄρχοντα, στρατηγόν, κτλ., [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., [[ὡσαύτως]] αἱρ. τινὰ ἐπ’ [[ἀρχήν]], Πλάτ. Μένων 90Β· αἱρ. τινὰ ἄρχειν, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 28Ε, πρβλ. Ἰλ. Β. 127. 4) ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ, 1. Γ. Παθ. κυριεύομαι, Ἡρόδ. 1. 185, 191., 9. 102., ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας τὸ [[ἁλίσκομαι]] [[εἶναι]] ἐν συχνοτέρᾳ χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ. ὡς παθ. 2) ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 3. ΙΙ. ὡς παθητικὸν τῆς τοῦ μέσ. σημασίας, ἐκλέγομαι, κατὰ πρκμ. ᾕρημαι ([[ὅστις]] [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] καὶ μέσ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1209, κτλ.· ― Ἰων. ἀραίρημαι, Ἡρόδ. 7. 118, 172, 173, καὶ ἀλλ., στρατηγεῖν ᾑρημένος, Ξεν. Ἀπομ. 3. 2, 2· ἐπ’ ἀρχῆς ᾑρῆσθαι, ὁ αὐτ. 3. 3, 2· ἐπ’ [[ἀρχήν]] τινα, Πλάτ. Νόμ. 809Α· ὁ ἀόρ. ᾑρέθην [[εἶναι]] [[πάντοτε]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Αἰσχύλ. Θ. 505. Ἀριστοφ. Ὄρ. 759, Θουκ., κτλ. Ὁ ἐνεστὼς σπανίως: αἱροῦνται πρεσβευταί = ἐκλέγονται, Ἀριστ. Πολ. 4. 15. 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ᾕρουν]], <i>f.</i> αἱρήσω, <i>ao.2</i> [[εἷλον]] &gt; <i>impér.</i> [[ἕλε]], <i>sbj.</i> [[ἕλω]], <i>opt.</i> [[ἕλοιμι]], <i>inf.</i> [[ἑλεῖν]], <i>part.</i> [[ἑλών]] ; <i>pf.</i> [[ᾕρηκα]];<br /><i>Pass. f.</i> αἱρεθήσομαι, <i>ao.</i> [[ᾑρέθην]], <i>pf.</i> [[ᾕρημαι]];<br /><b>I. 1</b> prendre dans ses mains, saisir : ινα κόμης, χερός IL qqn par les cheveux, par la main ; ἀχλὺν ἀπ’ ὀφθαλμῶν IL enlever les ténèbres des yeux ; τινά [[τι]] IL enlever qch à qqn ; <i>part. abs.</i> • [[ἑλών]] ayant pris de force, par force;<br /><b>2</b> prendre à la chasse <i>ou</i> à la guerre, capturer : ζῶντας XÉN faire des prisonniers (<i>litt.</i> prendre les hommes vivants) ; <i>p. ext.</i> s’emparer de, se rendre maître de : πόλιν d’une ville ; χώραν d’un pays ; <i>p. ext.</i> αἱρεῖν [[κῦδος]] IL remporter la gloire ; <i>en parl. de l’intelligence</i> αἱρ. [[τι]] saisir, comprendre qch ; <i>en parl. des impressions phys. ou mor.</i> [[μηδέ]] τιν’ [[ὕπνος]] αἱρείτω IL que nul ne se laisse prendre par le sommeil ; ἐμὲ [[δέος]] ᾕρει OD la crainte s’emparait de moi;<br /><b>3</b> saisir, surprendre en flagrant délit ; convaincre : τὰ διαμαρτυρηθέντα ISOCR convaincre de faux témoignage ; τοῦτ’ ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρήσει PLAT voilà ce qui me convaincra ; αἱρεῖν [[δίκην]] <i>ou</i> γραφήν avoir gain de cause ; αἱρέει ἐμὴ [[γνώμη]] HDT mon opinion me persuade que;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> <b>1</b> être pris;<br /><b>2</b> être gagné, être remporté (prix, victoire, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> être choisi (<i>surt. à l’ao. et au pf.</i>) : αἱρεθεὶς [[ἑκών]] EUR chargé de cette mission de son plein gré ; στρατηγεῖν ᾑρημένος XÉN élu général;<br /><i><b>Moy.</b></i> αἱρέομαι-οῦμαι (<i>f.</i> αἱρήσομαι, <i>ao.2</i> [[εἱλόμην]] &gt; <i>impér.</i> [[ἑλοῦ]], <i>sbj.</i> [[ἕλωμαι]], <i>opt.</i> [[ἑλοίμην]], <i>inf.</i> [[ἑλέσθαι]], <i>part.</i> [[ἑλόμενος]] ; <i>pf.</i> [[ᾕρημαι]]);<br /><b>1</b> prendre pour soi <i>ou</i> qch à soi : τεύχεα IL, [[δεῖπνον]] XÉN ses armes, son repas ; ὕπνον THC prendre son repos en dormant;<br /><b>2</b> prendre de préférence, choisir : αἱρεῖσθαι τὰ Ἀθηναίων THC, Ἀθηναίους THC embrasser le parti des Athéniens ; αἱρεῖσθαι γνώμην HDT adopter une opinion ; αἱρεῖσθαί [[τι]] [[πρό]] τινος, [[τι]] [[ἀντί]] τινος, [[τί]] τινος préférer une ch. à une autre ; αἱρεῖσθαι [[τι]] [[μᾶλλον]] ἤ <i>ou simpl.</i> [[τι]] ἤ faire une ch. plutôt qu’une autre ; [[μᾶλλον]] αἱρ. PLAT <i>ou simpl.</i> αἱρεῖσθαι avec l’inf. HDT préférer faire ; <i>abs.</i> αἱροῦμαι ESCHL j’agrée ; <i>particul.</i> choisir par un vote, élire : τινα στρατηγόν, δικαστήν élire qqn général, juge.<br />'''Étymologie:''' R. Ἁρ, Ϝαρ, prendre.
}}
}}