ὑπερκαταγέλαστος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_16)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερκαταγέλαστος''': -ον, εἰς ὑπερβολὴν [[καταγέλαστος]], Αἰσχίνης 81. 29, Πλούτ. 2. 4Α.
|lstext='''ὑπερκαταγέλαστος''': -ον, εἰς ὑπερβολὴν [[καταγέλαστος]], Αἰσχίνης 81. 29, Πλούτ. 2. 4Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />extrêmement ridicule.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[καταγέλαστος]].
}}
}}