ἄχθομαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄχθομαι''': παθ. μέσ. μέλλ. ἀχθέσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 865, 1441, Ὄρν. 84, Πλάτ. Πολ. 603Ε, Ἱππ. Μείζ. 292Ε ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. ἀχθήσομαι)· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ. τύπῳ ἀχθεσθήσομαι, Ἀνδοκ. 26. 7, Πλάτ. Γοργ. 506C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 10 (συν-) Αἰσχίν. 88. 23· πρκμ. ἤχθημαι Λυκόφρ. 827· ἀόρ. ἠχθέσθην Ἡρόδ. 2. 103, Αἰσχύλ. Πρ. 390, Θουκ. (ἴδε ἐν λ. [[ἄγχω]]). Βαρύνομαι διὰ φορτίου, φορτώνομαι, ὅτε δή [[κοίλη]] [[νηῦς]] [[ἤχθετο]] τοῖσι νέεσθαι, ἐφορτώθη πρὸς ἀπόπλουν, Ὀδ. Ο. 457· [[μετὰ]] γεν., [[τράπεζα]] τυροῦ καί μέλιτος πίονος ἀχθομένη Ξενοφάν. 1. 10· [[μετὰ]] δοτ., ἐλάτην... ἀχθομένην ὄζοις Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1191. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ ψυχικοῦ ἄχθους, ἀνιῶμαι, λυποῦμαι, δυσθύμως ἔχω, στενοχωροῦμαι: ― Σύνταξις: ἀπόλ., [[ἤχθετο]] γάρ κῆρ Ἰλ. Λ. 274, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 390· ὅτῳ μή ἀχθομένῳ εἴη (συντάσσ. ὡς τὸ ἀσμένῳ, βουλομένῳ ἐστί), Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· [[ὡσαύτως]] ἀχθομένην ὀδύνῃσι Ἰλ. Ε. 354· ἀλλ. ἄχθ. τινι, ἐπί τινι ἢ [[ἐναντίον]] προσώπου τινός, Ἡρόδ. 2. 103., 3. 1, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 62, Εἰρ. 119, Θουκ. 6. 28, κτλ.· μή μοι ἄχθεσθε λέγοντι τἀληθῆ Πλάτ. Ἀπολ. 31Ε· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τινι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 32, κτλ.· ἐπὶ τινος Πλάτ. Παρμ. 130Α· [[περί]] τινος Ἡρόδ. 8. 99· ὑπέρ τινος Ἀριστοφ. Λυσ. 10, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε· διά τινα Ἰσοκρ. 236C: - [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., [[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]] Ἰλ. Ε. 361· οὕτω μετ’ οὐδετέρ. ἐπίθ., τοῦτο Ξεν. Ἀν 3. 2, 20· μεῖζον Πλάτ. Συμπ. 216C· [[μετὰ]] γεν., τῆς οἰκίας Πλουτ. Ποπλ. 10:- [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ. ἢ τοῦ ὑποκειμένου, ὡς οὐκ ἄχθομαί σ’ ἰδών τε καὶ λαβών φίλον Σοφ. Φ. 671, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 234. Θουκ. 1. 92, κτλ., ἤ τοῦ ἀντικειμένου, [[ἤχθετο]] δαμναμένους, ὅτι ἐνικῶντο, Ἰλ. Ν. 353· Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντ’ [[ἄχθομαι]] Εὔπολ. ἐν «Αὐτολύκῳ» 7· ἀλλ’ ἡ μετοχὴ τοῦ ἀντικειμένου τίθεται [[ὡσαύτως]] κατὰ γεν., οὐδὲν [[ἤχθετο]] αὐτῶν πολεμούντων Ξεν. Ἀν. 1. 1, 8, πρβλ. Θουκ. 1. 95· καὶ [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] δοτ., ὅδε σοι ἄχθεται λέγοντι Πλάτ. Μένων 99Ε· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἄχθ. εἰ…, ἤ ἤν..., Εὐρ. Ι. Α. 1414, Θουκ. 8. 109, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292Ε· ἧττον συχνῶς, ἄχθ. ὅτι..., Ἀριστοφ. Πλ.· 899, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 13, Πλάτ. Πολ. 549G.
|lstext='''ἄχθομαι''': παθ. μέσ. μέλλ. ἀχθέσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 865, 1441, Ὄρν. 84, Πλάτ. Πολ. 603Ε, Ἱππ. Μείζ. 292Ε ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. ἀχθήσομαι)· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ. τύπῳ ἀχθεσθήσομαι, Ἀνδοκ. 26. 7, Πλάτ. Γοργ. 506C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 10 (συν-) Αἰσχίν. 88. 23· πρκμ. ἤχθημαι Λυκόφρ. 827· ἀόρ. ἠχθέσθην Ἡρόδ. 2. 103, Αἰσχύλ. Πρ. 390, Θουκ. (ἴδε ἐν λ. [[ἄγχω]]). Βαρύνομαι διὰ φορτίου, φορτώνομαι, ὅτε δή [[κοίλη]] [[νηῦς]] [[ἤχθετο]] τοῖσι νέεσθαι, ἐφορτώθη πρὸς ἀπόπλουν, Ὀδ. Ο. 457· [[μετὰ]] γεν., [[τράπεζα]] τυροῦ καί μέλιτος πίονος ἀχθομένη Ξενοφάν. 1. 10· [[μετὰ]] δοτ., ἐλάτην... ἀχθομένην ὄζοις Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1191. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ ψυχικοῦ ἄχθους, ἀνιῶμαι, λυποῦμαι, δυσθύμως ἔχω, στενοχωροῦμαι: ― Σύνταξις: ἀπόλ., [[ἤχθετο]] γάρ κῆρ Ἰλ. Λ. 274, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 390· ὅτῳ μή ἀχθομένῳ εἴη (συντάσσ. ὡς τὸ ἀσμένῳ, βουλομένῳ ἐστί), Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· [[ὡσαύτως]] ἀχθομένην ὀδύνῃσι Ἰλ. Ε. 354· ἀλλ. ἄχθ. τινι, ἐπί τινι ἢ [[ἐναντίον]] προσώπου τινός, Ἡρόδ. 2. 103., 3. 1, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 62, Εἰρ. 119, Θουκ. 6. 28, κτλ.· μή μοι ἄχθεσθε λέγοντι τἀληθῆ Πλάτ. Ἀπολ. 31Ε· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τινι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 32, κτλ.· ἐπὶ τινος Πλάτ. Παρμ. 130Α· [[περί]] τινος Ἡρόδ. 8. 99· ὑπέρ τινος Ἀριστοφ. Λυσ. 10, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε· διά τινα Ἰσοκρ. 236C: - [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., [[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]] Ἰλ. Ε. 361· οὕτω μετ’ οὐδετέρ. ἐπίθ., τοῦτο Ξεν. Ἀν 3. 2, 20· μεῖζον Πλάτ. Συμπ. 216C· [[μετὰ]] γεν., τῆς οἰκίας Πλουτ. Ποπλ. 10:- [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ. ἢ τοῦ ὑποκειμένου, ὡς οὐκ ἄχθομαί σ’ ἰδών τε καὶ λαβών φίλον Σοφ. Φ. 671, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 234. Θουκ. 1. 92, κτλ., ἤ τοῦ ἀντικειμένου, [[ἤχθετο]] δαμναμένους, ὅτι ἐνικῶντο, Ἰλ. Ν. 353· Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντ’ [[ἄχθομαι]] Εὔπολ. ἐν «Αὐτολύκῳ» 7· ἀλλ’ ἡ μετοχὴ τοῦ ἀντικειμένου τίθεται [[ὡσαύτως]] κατὰ γεν., οὐδὲν [[ἤχθετο]] αὐτῶν πολεμούντων Ξεν. Ἀν. 1. 1, 8, πρβλ. Θουκ. 1. 95· καὶ [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] δοτ., ὅδε σοι ἄχθεται λέγοντι Πλάτ. Μένων 99Ε· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἄχθ. εἰ…, ἤ ἤν..., Εὐρ. Ι. Α. 1414, Θουκ. 8. 109, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292Ε· ἧττον συχνῶς, ἄχθ. ὅτι..., Ἀριστοφ. Πλ.· 899, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 13, Πλάτ. Πολ. 549G.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀχθέσομαι <i>ou</i> ἀχθεσθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἠχθέσθην]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> être chargé : [[νηῦς]] ἤχθετο τοῖσι OD le navire était alourdi par leur poids;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être accablé, souffrir : ἤχθετο [[κῆρ]] IL son cœur était accablé ; ἄχθεσθαι [[ἕλκος]] IL souffrir d’une blessure ; ἄχθεσθαι ὀδύνῃσι IL être accablé de chagrins ; <i>en gén.</i> ἄχθεσθαι τινί, [[ἐπί]] τινι, [[περί]] τινος être importuné de qqn <i>ou</i> de qch, supporter qqn <i>ou</i> qch avec peine : ἤχθετο δαμναμένους IL il s’irritait de les voir vaincus ; οὐδὲν ἤχθετο ἐκείνων πολεμούντων XÉN il ne lui était nullement désagréable de les voir s’engager dans la guerre ; ἐγὼ [[ἄχθομαι]] τρέφων [[ὑμᾶς]] XÉN je suis fâché de vous nourrir.<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]].
}}
}}