ἀνδραποδίζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρᾰποδίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 20: ἀόρ. ἠνδραπόδισα Ἡρόδ., Θουκ.: - μέσ. μέλλ. ἀνδραποδιεῦμαι [[μετὰ]] παθ. σημ., Ἡρόδ. 6. 17 (πρβλ. ἐξανδρ-)· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀνδραποδισθήσομαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 14: ἀόρ. παθ. ἠνδραποδίσθην Λυσ.: πρκμ. ἠνδραπόδισμαι Ἡρόδ., Ἰσοκρ.: ([[ἀνδράποδον]]). Ρῆμα παρὰ πεζογράφοις ἀπαντῶν: [[περιάγω]] εἰς δουλείαν, καθιστῶ τινα δοῦλον, ὑποδουλῶ, ἰδίως, πωλῶ τοὺς ἐλευθέρους ἄνδρας κυριευθείσης πόλεως ὡς δούλους, Λατ. vendere sub corona (καὶ [[οὕτως]] ἐκφράζει χεῖρόν τι τοῦ [[δουλόω]], [[καταδουλόω]], [[καθυποτάσσω]]), Ἡρόδ. 1. 151, Θουκ. 1. 98· παῖδας καὶ γυναῖκας ἄνδρ. Θουκ. 3, 36· πόλιν 6. 62: - Παθ., πωλοῦμαι εἰς δουλείαν, Ἡρόδ. 6. 106, 119., 8. 29, Ξεν., κτλ., [[πόλις]] ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἠνδραποδίσθη Λυσ. 195. 46. Τὸ [[μέσον]] ἦτο [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἡρόδ. 1. 76., 3. 59., 4. 203, Ἀνδοκ. 26. 11, κτλ., [[μάλιστα]] ὁ ἐνεγρ. ἐνεστ. ἀπαντᾷ κατὰ πρῶτον ἐν Ἀλκίφρ. 3. 40. ΙΙ. τοιαύτη [[πώλησις]] ἦτο συνήθως [[πρᾶξις]] δημοσία, ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] κεῖται [[ἐνίοτε]] καὶ ἐπὶ ἀνδραποδιστῶν ἐξ ἐπαγγέλματος, Πλάτ. Γοργ. 508E, Ξεν. Ἀπομ. 4. 2, 14, Συμπ. 4, 36: καθ’ Ἡσύχιον, «ἀνδραποδίζει, αἰχμαλωτίζει, βιάζει, καὶ ὑπεραίρει»: πρβλ. [[ἀνδραποδισμός]].
|lstext='''ἀνδρᾰποδίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 20: ἀόρ. ἠνδραπόδισα Ἡρόδ., Θουκ.: - μέσ. μέλλ. ἀνδραποδιεῦμαι [[μετὰ]] παθ. σημ., Ἡρόδ. 6. 17 (πρβλ. ἐξανδρ-)· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀνδραποδισθήσομαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 14: ἀόρ. παθ. ἠνδραποδίσθην Λυσ.: πρκμ. ἠνδραπόδισμαι Ἡρόδ., Ἰσοκρ.: ([[ἀνδράποδον]]). Ρῆμα παρὰ πεζογράφοις ἀπαντῶν: [[περιάγω]] εἰς δουλείαν, καθιστῶ τινα δοῦλον, ὑποδουλῶ, ἰδίως, πωλῶ τοὺς ἐλευθέρους ἄνδρας κυριευθείσης πόλεως ὡς δούλους, Λατ. vendere sub corona (καὶ [[οὕτως]] ἐκφράζει χεῖρόν τι τοῦ [[δουλόω]], [[καταδουλόω]], [[καθυποτάσσω]]), Ἡρόδ. 1. 151, Θουκ. 1. 98· παῖδας καὶ γυναῖκας ἄνδρ. Θουκ. 3, 36· πόλιν 6. 62: - Παθ., πωλοῦμαι εἰς δουλείαν, Ἡρόδ. 6. 106, 119., 8. 29, Ξεν., κτλ., [[πόλις]] ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἠνδραποδίσθη Λυσ. 195. 46. Τὸ [[μέσον]] ἦτο [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἡρόδ. 1. 76., 3. 59., 4. 203, Ἀνδοκ. 26. 11, κτλ., [[μάλιστα]] ὁ ἐνεγρ. ἐνεστ. ἀπαντᾷ κατὰ πρῶτον ἐν Ἀλκίφρ. 3. 40. ΙΙ. τοιαύτη [[πώλησις]] ἦτο συνήθως [[πρᾶξις]] δημοσία, ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] κεῖται [[ἐνίοτε]] καὶ ἐπὶ ἀνδραποδιστῶν ἐξ ἐπαγγέλματος, Πλάτ. Γοργ. 508E, Ξεν. Ἀπομ. 4. 2, 14, Συμπ. 4, 36: καθ’ Ἡσύχιον, «ἀνδραποδίζει, αἰχμαλωτίζει, βιάζει, καὶ ὑπεραίρει»: πρβλ. [[ἀνδραποδισμός]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> ἀνδραποδιῶ, <i>ao.</i> ἀνδραπόδισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ἀνδραποδισθήσομαι, <i>ao.</i> ἀνδραποδίσθην, <i>pf.</i> ἀνδραπόδισμαι;<br />faire esclave, réduire en esclavage ; vendre en esclavage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδράποδον]].
}}
}}