ἄχυρον: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄχυρον''': [ἄ], τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἄχυρα, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 14· ἐν τοῖς ἀχ. κυλινδουμένην Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2· ὁ ἑνικ. ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 4, 1, κτλ.· παροιμ. [[ὄνος]] εἰς ἄχυρα, ἐπὶ τῶν παρ’ ἐλπίδας εἰς ἀγαθὰ ἐμπιπτόντων καὶ τούτοις ἀπολαυστικῶς χρωμένων, Φώτ.· ― μεταφ. τοὺς γὰρ μετοίκους ἄχυρα τῶν ἀστῶν [[λέγω]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 508· ἄχυρα ἀπὸ τοῦ τοίχου ἀποσπᾶν, ἐπὶ ἀποθνησκόντων ἀνθρώπων Ἱππ. Προγν. 38.
|lstext='''ἄχυρον''': [ἄ], τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἄχυρα, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 14· ἐν τοῖς ἀχ. κυλινδουμένην Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2· ὁ ἑνικ. ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 4, 1, κτλ.· παροιμ. [[ὄνος]] εἰς ἄχυρα, ἐπὶ τῶν παρ’ ἐλπίδας εἰς ἀγαθὰ ἐμπιπτόντων καὶ τούτοις ἀπολαυστικῶς χρωμένων, Φώτ.· ― μεταφ. τοὺς γὰρ μετοίκους ἄχυρα τῶν ἀστῶν [[λέγω]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 508· ἄχυρα ἀπὸ τοῦ τοίχου ἀποσπᾶν, ἐπὶ ἀποθνησκόντων ἀνθρώπων Ἱππ. Προγν. 38.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />paille, chaume.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[ἄχνη]].
}}
}}