διάπτωμα: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάπτωμα''': τό, [[πτῶσις]], [[ὀλίσθημα]], [[ἁμάρτημα]], Φιλήμ. Παρεισ. 1· μεγάλοις δ. περιπίπτειν, [[περιπίπτω]] εἰς μεγάλας ἀπωλείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. 55.
|lstext='''διάπτωμα''': τό, [[πτῶσις]], [[ὀλίσθημα]], [[ἁμάρτημα]], Φιλήμ. Παρεισ. 1· μεγάλοις δ. περιπίπτειν, [[περιπίπτω]] εἰς μεγάλας ἀπωλείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. 55.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />chute, faux pas ; <i>fig.</i> faute.<br />'''Étymologie:''' [[διαπίπτω]].
}}
}}