3,274,216
edits
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάπτωμα''': τό, [[πτῶσις]], [[ὀλίσθημα]], [[ἁμάρτημα]], Φιλήμ. Παρεισ. 1· μεγάλοις δ. περιπίπτειν, [[περιπίπτω]] εἰς μεγάλας ἀπωλείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. 55. | |lstext='''διάπτωμα''': τό, [[πτῶσις]], [[ὀλίσθημα]], [[ἁμάρτημα]], Φιλήμ. Παρεισ. 1· μεγάλοις δ. περιπίπτειν, [[περιπίπτω]] εἰς μεγάλας ἀπωλείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. 55. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />chute, faux pas ; <i>fig.</i> faute.<br />'''Étymologie:''' [[διαπίπτω]]. | |||
}} | }} |