ἀναφυγή: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφυγή''': ἡ, ([[ἀναφεύγω]]) διαφυγὴ ἢ [[ἀπόλυσις]] ἔκ τινος, ἀναφυγὰς κακῶν Αἰσχύλ. Χο. 943. II. [[ὑποχώρησις]], Πλουτ. Αἰμίλ. 16.
|lstext='''ἀναφυγή''': ἡ, ([[ἀναφεύγω]]) διαφυγὴ ἢ [[ἀπόλυσις]] ἔκ τινος, ἀναφυγὰς κακῶν Αἰσχύλ. Χο. 943. II. [[ὑποχώρησις]], Πλουτ. Αἰμίλ. 16.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> moyen d’échapper;<br /><b>2</b> lieu de retraite, retraite.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναφεύγω]].
}}
}}