ἀξιοθαύμαστος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀξιοθαύμαστος''': -ον, ὁ [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1, 4, 4 (ἐν τῷ συγκρ.), Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205C.
|lstext='''ἀξιοθαύμαστος''': -ον, ὁ [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1, 4, 4 (ἐν τῷ συγκρ.), Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />digne d’admiration.<br />'''Étymologie:''' [[ἄξιος]], [[θαυμάζω]].
}}
}}