3,258,314
edits
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψαλμός''': ὁ, τὸ ἐγγίζειν ἰσχυρῶς, ἀνασπᾶν ἢ ἐκτείνειν διὰ τῶν δακτύλων, ψαλμοὶ τόξων Εὐρ. Ἴων 173· τοξήρει ψαλμῷ τοξεύσας ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1064. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ μουσικῶν χορδῶν, πηκτίδων ψαλμοῖς κρέκον ὕμνον Τελέστ. 6, πρβλ. Διογέν. τὸν Τραγικὸν παρ’ Ἀθην. 636Β. 2) ὁ [[ἦχος]] ψαλτηρίου ἢ κιθάρας, Πινδ. Ἀποσπ. 91. 3, πρβλ. Φρύνιχ. Τραγικ. ἐν Φοινίσσαις παρ’ Ἀθην. 635C· ψαλμὸς δ’ άλαλάζει Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 55· ὑπῆρχον ἀγῶνες εἰς τὸ ψάλλειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2214. 10., 3088h. 5. 3) παρὰ μεταγεν., ᾆσμα ᾀδόμενον πρὸς κιθάραν, ᾠδή, [[ὕμνος]], [[ψαλμός]], Ἑβδ., Καιν. Διαθ. πρβλ. Suicer. ἐν λ. ― Οἱ ψαλμοὶ τοῦ Δαβίδ, αὐτὸς γὰρ Δαυὶδ λέγει βίβλῳ ψαλμῶν Εὐαγγ. κ. Λουκ. κ΄ , 42. | |lstext='''ψαλμός''': ὁ, τὸ ἐγγίζειν ἰσχυρῶς, ἀνασπᾶν ἢ ἐκτείνειν διὰ τῶν δακτύλων, ψαλμοὶ τόξων Εὐρ. Ἴων 173· τοξήρει ψαλμῷ τοξεύσας ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1064. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ μουσικῶν χορδῶν, πηκτίδων ψαλμοῖς κρέκον ὕμνον Τελέστ. 6, πρβλ. Διογέν. τὸν Τραγικὸν παρ’ Ἀθην. 636Β. 2) ὁ [[ἦχος]] ψαλτηρίου ἢ κιθάρας, Πινδ. Ἀποσπ. 91. 3, πρβλ. Φρύνιχ. Τραγικ. ἐν Φοινίσσαις παρ’ Ἀθην. 635C· ψαλμὸς δ’ άλαλάζει Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 55· ὑπῆρχον ἀγῶνες εἰς τὸ ψάλλειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2214. 10., 3088h. 5. 3) παρὰ μεταγεν., ᾆσμα ᾀδόμενον πρὸς κιθάραν, ᾠδή, [[ὕμνος]], [[ψαλμός]], Ἑβδ., Καιν. Διαθ. πρβλ. Suicer. ἐν λ. ― Οἱ ψαλμοὶ τοῦ Δαβίδ, αὐτὸς γὰρ Δαυὶδ λέγει βίβλῳ ψαλμῶν Εὐαγγ. κ. Λουκ. κ΄ , 42. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de faire vibrer les cordes d’un instrument, action de toucher d’un instrument à cordes;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> instrument à cordes, lyre.<br />'''Étymologie:''' [[ψάλλω]]. | |||
}} | }} |