φιλάμπελος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φιλάμπελος''': -ον, ὁ φιλῶν τὴν ἄμπελον, τὴν θεῶν πασῶν μεγίστην καὶ φιλαμπελωτάτην Ἀριστοφ. Εἰρ. 308. ΙΙ. ὁ περιέχων ἀφθόνους ἀμπέλους ἢ ἀμπελῶνας, Διον. Ἁλ. 1. 37. | |lstext='''φιλάμπελος''': -ον, ὁ φιλῶν τὴν ἄμπελον, τὴν θεῶν πασῶν μεγίστην καὶ φιλαμπελωτάτην Ἀριστοφ. Εἰρ. 308. ΙΙ. ὁ περιέχων ἀφθόνους ἀμπέλους ἢ ἀμπελῶνας, Διον. Ἁλ. 1. 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime la vigne;<br /><b>2</b> riche en vignes.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἄμπελος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A loving the uine, θεῶν φιλαμπελωτάτη Ar.Pax308 (troch.), cf. Nonn.D.12.41. II rich in vineyards, D.H.1.37.
German (Pape)
[Seite 1274] den Weinstock liebend, reich an Weinstöcken; φιλαμπελωτάτη θεός Ar. Pax 308; sp. D., wie Nonn. D. 12, 42; χωρία D. Hal. 1, 37.
Greek (Liddell-Scott)
φιλάμπελος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν ἄμπελον, τὴν θεῶν πασῶν μεγίστην καὶ φιλαμπελωτάτην Ἀριστοφ. Εἰρ. 308. ΙΙ. ὁ περιέχων ἀφθόνους ἀμπέλους ἢ ἀμπελῶνας, Διον. Ἁλ. 1. 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui aime la vigne;
2 riche en vignes.
Étymologie: φίλος, ἄμπελος.