ἀναπόδραστος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπόδραστος''': -ον, [[ἄφυκτος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 5, Πλούτ. 2. 166E. 2) [[ἀνίκανος]] νὰ ἀποδράσῃ, «ἀναποδράστους, τοὺς μὴ δυναμένους φυγεῖν» Α. Β. 392. 9.
|lstext='''ἀναπόδραστος''': -ον, [[ἄφυκτος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 5, Πλούτ. 2. 166E. 2) [[ἀνίκανος]] νὰ ἀποδράσῃ, «ἀναποδράστους, τοὺς μὴ δυναμένους φυγεῖν» Α. Β. 392. 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inévitable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀποδιδράσκω]].
}}
}}