ὀρεινόμος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρεινόμος''': -ον, ([[νέμω]] Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, [[δέλφαξ]] Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων [[γέννα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· [[πλάνη]] ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107.
|lstext='''ὀρεινόμος''': -ον, ([[νέμω]] Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, [[δέλφαξ]] Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων [[γέννα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· [[πλάνη]] ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui habite les montagnes;<br /><b>2</b> qui paît sur les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[νέμω]].
}}
}}