αἰτιολογέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰτιολογέω''': ἐρευνῶ, ἀναζητῶ τὸ αἴτιον πράγματός τινος, [[εὑρίσκω]] καὶ ἐκθέτω αὐτό, ἐξηγῶ, δικαιολογῶ τι, Πλούτ. 2. 689Β· τὸ ζητούμενον, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 181: [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ. αἰτιολογέομαι, Ἀπολλ. περὶ Συνδ. 507.
|lstext='''αἰτιολογέω''': ἐρευνῶ, ἀναζητῶ τὸ αἴτιον πράγματός τινος, [[εὑρίσκω]] καὶ ἐκθέτω αὐτό, ἐξηγῶ, δικαιολογῶ τι, Πλούτ. 2. 689Β· τὸ ζητούμενον, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 181: [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ. αἰτιολογέομαι, Ἀπολλ. περὶ Συνδ. 507.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rechercher, expliquer les causes.<br />'''Étymologie:''' [[αἰτία]], [[λόγος]].
}}
}}