λατομία: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾱτομία''': ἡ, = [[λατομεῖον]], τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. lautumiae, Στράβ. 367, Ἀνθ. Π. 11, 253, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 44· τὰ ἐν Συρακούσαις λατομεῖα ἐχρησίμευον ὡς φυλακαί, Πλούτ. 2. 334C· πρβλ. [[λιθοτομία]].
|lstext='''λᾱτομία''': ἡ, = [[λατομεῖον]], τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. lautumiae, Στράβ. 367, Ἀνθ. Π. 11, 253, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 44· τὰ ἐν Συρακούσαις λατομεῖα ἐχρησίμευον ὡς φυλακαί, Πλούτ. 2. 334C· πρβλ. [[λιθοτομία]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />carrière de pierres ; <i>particul. à Syracuse</i> les Latomies, <i>carrière servant de prison</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λατόμος]].
}}
}}