3,277,172
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾱτομία''': ἡ, = [[λατομεῖον]], τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. lautumiae, Στράβ. 367, Ἀνθ. Π. 11, 253, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 44· τὰ ἐν Συρακούσαις λατομεῖα ἐχρησίμευον ὡς φυλακαί, Πλούτ. 2. 334C· πρβλ. [[λιθοτομία]]. | |lstext='''λᾱτομία''': ἡ, = [[λατομεῖον]], τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. lautumiae, Στράβ. 367, Ἀνθ. Π. 11, 253, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 44· τὰ ἐν Συρακούσαις λατομεῖα ἐχρησίμευον ὡς φυλακαί, Πλούτ. 2. 334C· πρβλ. [[λιθοτομία]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />carrière de pierres ; <i>particul. à Syracuse</i> les Latomies, <i>carrière servant de prison</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λατόμος]]. | |||
}} | }} |