ἀκριτόφυλλος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρῐτόφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων φύλλα μὴ διακρινόμενα ἀπ’ ἀλλήλω, [[πυκνόφυλλος]]. [[ὄρος]], Ἰλ. Β. 868.
|lstext='''ἀκρῐτόφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων φύλλα μὴ διακρινόμενα ἀπ’ ἀλλήλω, [[πυκνόφυλλος]]. [[ὄρος]], Ἰλ. Β. 868.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au feuillage épais (<i>propr.</i> confus).<br />'''Étymologie:''' [[ἄκριτος]], [[φύλλον]].
}}
}}