ἀνακοντίζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνᾰκοντίζω''': ἀμετάβ., ἀνορμῶ, ἀναπηδῶ, τινάσσομαι πρὸς τὰ ἄνω δίκην ἀκοντίου, [[αἷμα]] δ’ ἀνηκόντιζε Ἰλ. Ε. 113: [[οὕτως]] ἐπὶ ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 181. 2) ἐνεργητικῶς, Φιλόστρ. 906.
|lstext='''ἀνᾰκοντίζω''': ἀμετάβ., ἀνορμῶ, ἀναπηδῶ, τινάσσομαι πρὸς τὰ ἄνω δίκην ἀκοντίου, [[αἷμα]] δ’ ἀνηκόντιζε Ἰλ. Ε. 113: [[οὕτως]] ἐπὶ ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 181. 2) ἐνεργητικῶς, Φιλόστρ. 906.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀνηκόντιζον;<br />s’élancer comme un trait, se précipiter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἀκοντίζω]].
}}
}}