ἀναβιώσκομαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναβιώσκομαι''': ὡς παθ., = [[ἀναβιόω]] (ὃ ἴδε), Πλάτ. Φαίδων 71E, 72C, Δ. Συμπ. 203E, Πολιτ. 271B. ΙΙ. ὡς ἀποθ., ἐνεργητικὸν τοῦ [[ἀναβιόω]] (πρβλ. [[βιώσκομαι]]), [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὴν ζωήν, ἀναζωοποιῶ, ἀποκτιννύντων και ἀναβιωσκομένων Πλάτ. Κριτ. 48C· ἀόρ. ἀνεβιωσάμην ὁ αὐτ. Φαίδων 89B: [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργητικῷ ἀναβιώσκω Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 1· μέλλ. ἀναβιώσεις τὴν μυῖαν Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 29: ἀόρ. ἀνεβίωσα Παλαίφ. 41.
|lstext='''ἀναβιώσκομαι''': ὡς παθ., = [[ἀναβιόω]] (ὃ ἴδε), Πλάτ. Φαίδων 71E, 72C, Δ. Συμπ. 203E, Πολιτ. 271B. ΙΙ. ὡς ἀποθ., ἐνεργητικὸν τοῦ [[ἀναβιόω]] (πρβλ. [[βιώσκομαι]]), [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὴν ζωήν, ἀναζωοποιῶ, ἀποκτιννύντων και ἀναβιωσκομένων Πλάτ. Κριτ. 48C· ἀόρ. ἀνεβιωσάμην ὁ αὐτ. Φαίδων 89B: [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργητικῷ ἀναβιώσκω Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 1· μέλλ. ἀναβιώσεις τὴν μυῖαν Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 29: ἀόρ. ἀνεβίωσα Παλαίφ. 41.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>au sens Act. (seul. prés. et ao.</i> ἀνεβιωσάμην) rappeler à la vie;<br /><b>2</b> <i>au sens Pass.</i> être rappelé à la vie, revivre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναβιόω]].
}}
}}