3,274,313
edits
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρῐτήριον''': τό, (κριτὴς) [[μέσον]] πρὸς κρίσιν ἢ δοκιμήν, [[μέτρον]] ἢ [[γνώμων]], ἐπὶ τῶν διανοητικῶν δυνάμεων καὶ τῶν αἰσθήσεων, ἔχων αὐτῶν τὸ κρ. ἐν αὑτῷ Πλάτ. Θεαίτ. 178Β, πρβλ. Πολ. 582Α· τὸ [[αἰσθητήριον]] καὶ κρ. τῶν… χυμῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10.· 6, 6. 2) [[δικαστήριον]], Πλάτ. Νόμ. 767Β· καθίζειν κρ. Πολύβ. 9. 33, 12, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5879. 21. | |lstext='''κρῐτήριον''': τό, (κριτὴς) [[μέσον]] πρὸς κρίσιν ἢ δοκιμήν, [[μέτρον]] ἢ [[γνώμων]], ἐπὶ τῶν διανοητικῶν δυνάμεων καὶ τῶν αἰσθήσεων, ἔχων αὐτῶν τὸ κρ. ἐν αὑτῷ Πλάτ. Θεαίτ. 178Β, πρβλ. Πολ. 582Α· τὸ [[αἰσθητήριον]] καὶ κρ. τῶν… χυμῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10.· 6, 6. 2) [[δικαστήριον]], Πλάτ. Νόμ. 767Β· καθίζειν κρ. Πολύβ. 9. 33, 12, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5879. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> faculté de juger;<br /><b>2</b> règle pour discerner le vrai du faux, critère.<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]]. | |||
}} | }} |