χορταῖος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορταῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[χόρτον]], περίβολον (ἴδε [[χόρτος]] Ι)· - χιτὼν χ., χιτὼν [[δασύς]] ἐκ δορῶν, ὃν ἐφόρει ὁ ὑποκρινόμενος ἐν τῷ θεάτρῳ τὸν Σειληνόν, ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ μαλλωτὸς παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. 7. 72, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 40· [[καθόλου]], δασὺ καὶ τραχὺ [[ἱμάτιον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 704, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 60, Ἡσύχ.
|lstext='''χορταῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[χόρτον]], περίβολον (ἴδε [[χόρτος]] Ι)· - χιτὼν χ., χιτὼν [[δασύς]] ἐκ δορῶν, ὃν ἐφόρει ὁ ὑποκρινόμενος ἐν τῷ θεάτρῳ τὸν Σειληνόν, ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ μαλλωτὸς παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. 7. 72, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 40· [[καθόλου]], δασὺ καὶ τραχὺ [[ἱμάτιον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 704, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 60, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de fourrage, d’herbe : [[χορταῖος]] [[χιτών]], tunique d’une étoffe à longs poils que les Silènes portaient au théâtre et qui figurait le feuillage dont ils se couvraient à l’origine.<br />'''Étymologie:''' [[χόρτος]].
}}
}}