3,277,172
edits
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χορταῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[χόρτον]], περίβολον (ἴδε [[χόρτος]] Ι)· - χιτὼν χ., χιτὼν [[δασύς]] ἐκ δορῶν, ὃν ἐφόρει ὁ ὑποκρινόμενος ἐν τῷ θεάτρῳ τὸν Σειληνόν, ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ μαλλωτὸς παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. 7. 72, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 40· [[καθόλου]], δασὺ καὶ τραχὺ [[ἱμάτιον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 704, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 60, Ἡσύχ. | |lstext='''χορταῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[χόρτον]], περίβολον (ἴδε [[χόρτος]] Ι)· - χιτὼν χ., χιτὼν [[δασύς]] ἐκ δορῶν, ὃν ἐφόρει ὁ ὑποκρινόμενος ἐν τῷ θεάτρῳ τὸν Σειληνόν, ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ μαλλωτὸς παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. 7. 72, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 40· [[καθόλου]], δασὺ καὶ τραχὺ [[ἱμάτιον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 704, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 60, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de fourrage, d’herbe : [[χορταῖος]] [[χιτών]], tunique d’une étoffe à longs poils que les Silènes portaient au théâtre et qui figurait le feuillage dont ils se couvraient à l’origine.<br />'''Étymologie:''' [[χόρτος]]. | |||
}} | }} |