καθυφίημι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυφίημι''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ὑφίημι]], ἀφίνω, παραμελῶ δολίως, καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ Δημ. 343. 3, πρβλ. 206. 17., 854. 29, Λουκ. Προμ. 5: - ἰδίως ἐν δίκῃ, καθ. τὸν ἀγῶνα, δολίως [[διεξάγω]], [[διακινδυνεύω]] τὴν δίκην, Λατ. praevaricari, Δημ. 563. 20· οὐ τῷ μὴ καθυφιέναι [[ταῦτα]] σεμνύνομαι ὁ αὐτ. 262. 12· ἀπολ., καθυφέντων τῶν κατηγόρων, ἐγκαταλιπόντων τὴν ἀγωγήν, ὁ αὐτ. 652. 22: - [[ὡσαύτως]] ἀμεταβ., ἀποσύρομαι, [[μετὰ]] γεν., Κλήμ. Ἀλ. 287. ΙΙ. Μέσ., καθυφίεσθαί τινι, ὑποχωρεῖν, Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 23· καθυφίεσθαι ἔν τινι, γίνεσθαι νωθρόν, ἀμελεῖν, π.χ. ἐν μάχαις, Πολύαιν. 8. 24, 1, πρβλ. Λουκ. ἐν Ἀποκηρυττ. 7. 2) εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] τὸ μέσ. [[μετὰ]] παθ. πρκμ., ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργείας ὡς τὸ ἐνεργ., εἰ καθυφείμεθά τι τῶν πραγμάτων Δημ. 30. 25· καθυφίεσθαι ἑαυτὸν Πολύβ. 3. 60, 4· ἐπ’ ἀργυρίῳ τὸ [[τίμημα]] καθυφειμένος Πλουτ. Κικ. 8· οὐδέν... καθυφηκάμην Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 16, 4· ἐπὶ ἰατροῦ, ἀμελῶς [[θεραπεύω]], Λουκ. Ἀποκηρυττ. 7.
|lstext='''καθυφίημι''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ὑφίημι]], ἀφίνω, παραμελῶ δολίως, καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ Δημ. 343. 3, πρβλ. 206. 17., 854. 29, Λουκ. Προμ. 5: - ἰδίως ἐν δίκῃ, καθ. τὸν ἀγῶνα, δολίως [[διεξάγω]], [[διακινδυνεύω]] τὴν δίκην, Λατ. praevaricari, Δημ. 563. 20· οὐ τῷ μὴ καθυφιέναι [[ταῦτα]] σεμνύνομαι ὁ αὐτ. 262. 12· ἀπολ., καθυφέντων τῶν κατηγόρων, ἐγκαταλιπόντων τὴν ἀγωγήν, ὁ αὐτ. 652. 22: - [[ὡσαύτως]] ἀμεταβ., ἀποσύρομαι, [[μετὰ]] γεν., Κλήμ. Ἀλ. 287. ΙΙ. Μέσ., καθυφίεσθαί τινι, ὑποχωρεῖν, Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 23· καθυφίεσθαι ἔν τινι, γίνεσθαι νωθρόν, ἀμελεῖν, π.χ. ἐν μάχαις, Πολύαιν. 8. 24, 1, πρβλ. Λουκ. ἐν Ἀποκηρυττ. 7. 2) εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] τὸ μέσ. [[μετὰ]] παθ. πρκμ., ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργείας ὡς τὸ ἐνεργ., εἰ καθυφείμεθά τι τῶν πραγμάτων Δημ. 30. 25· καθυφίεσθαι ἑαυτὸν Πολύβ. 3. 60, 4· ἐπ’ ἀργυρίῳ τὸ [[τίμημα]] καθυφειμένος Πλουτ. Κικ. 8· οὐδέν... καθυφηκάμην Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 16, 4· ἐπὶ ἰατροῦ, ἀμελῶς [[θεραπεύω]], Λουκ. Ἀποκηρυττ. 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καθυφήσω, <i>ao.</i> καθυφῆκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> céder par-dessous, <i>càd</i> par une transaction frauduleuse;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> céder, abandonner, renoncer à, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθυφίεμαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> transiger frauduleusement, prévariquer;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se laisser aller, <i>d’où</i><br /><b>1</b> céder : τινι à qqn;<br /><b>2</b> traiter négligemment <i>en parl. d’un médecin</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑφίημι]].
}}
}}