εὐγλωσσία: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐγλωσσία''': Ἀττ. -ττία, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[εὐχέρεια]] εἰς τὸ λαλεῖν, εὐφράδεια, εὐγλωττία, Εὐρ. Ἀποσπ. 205, Ἀριστοφ. Ἱππ. 837. ΙΙ. [[ἡδύτης]] ᾄσματος, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23.
|lstext='''εὐγλωσσία''': Ἀττ. -ττία, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[εὐχέρεια]] εἰς τὸ λαλεῖν, εὐφράδεια, εὐγλωττία, Εὐρ. Ἀποσπ. 205, Ἀριστοφ. Ἱππ. 837. ΙΙ. [[ἡδύτης]] ᾄσματος, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />douceur du chant <i>en parl. d’oiseaux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὔγλωσσος]].
}}
}}