διορίζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διορίζω''': Ἰων. [[διουρίζω]], μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· ‒ μέσ. μέλλ. [[μετὰ]] παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. Ι. 3. Σύρω [[ὅριον]] [[μεταξύ]], διαιρῶ δι᾿ ὁρίων, [[ἀποχωρίζω]], Ἡρόδ. 4. 42· τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίης Διόδ. 1. 55· [[δίχα]] δ. Πλάτ. Σοφ. 266Ε. 2) [[διακρίνω]], [[καθορίζω]], ἀποφασίζω, [[ὁρίζω]], τὰ οὐνόματα Ἡρόδ. 4. 45· θεοῖσι... γέρα τίς [[ἄλλος]] ἢ ᾿γὼ... διώρισα; Αἰσχύλ. Πρ. 440· πτῆσιν οἰωνῶν... διώρισα, ἐπὶ οἰωνῶν, [[αὐτόθι]] 489· σῖτον δ᾿ εἰδέναι δ., κατέστησα αὐτὸν γνωστόν, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 181· δ. ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια Πλάτ. Νόμ. 860Ε, πρβλ. Κρατ. 391D· δ. [[περί]] τινος τί ἐστιν Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 1· [[ὁρίζω]] λογικῶς, δίδω τὸν ὁρισμόν, δ. κατὰ τὰς διαφορὰς ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 8, 4, πρβλ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 20, κτλ. ‒ Μέσ., διορίζεσθαι τῷ στόματι τὰ γράμματα, [[προφέρω]] καθαρῶς, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 21. 3) [[ὁρίζω]], [[διακηρύττω]], τοιαῦτα φῆμαι μαντικαὶ διώρισαν Σοφ. Ο. Τ. 723· [[ὡσαύτως]] μετ᾿ ἀπαρ., ἀποφασίζω [[περί]] τινος νὰ [[εἶναι]].., Δημ. 505. 19· καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., οἱ... μῆνές με μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν Σοφ. Ο. Τ. 1083. ‒ Μέσ., δηλοῖ καὶ δ. ὅτι... Δημ. 239. 19· διορισαμένων [[ὅπως]]... ὁ αὐτ. 1286. 11· ‒ παθ. πρκμ. [[μετὰ]] μέσ. σημ., ἃ χρὴ ποιεῖν διωρίσμεθα ὁ αὐτ. 760. 14. ‒ Παθ., διώρισται ὁπότερον Ἀνδοκ. 30. 9· διωρισμένον, ἀφοῦ ἔχει περιγραφῆ, Λυσ. 183. 25· πρὸς οὓς ἐτέθη καὶ διωρίσθη [ὁ [[νόμος]]] ὁ αὐτ. 1376. 24· ἀπροσ., διοριεῖται ἡμῖν [[περί]] τινος, θὰ δώσωμεν συμβουλάς…, Ἱππ. Ἄρθρ. 786· ἐν οἷς [λόγοις] διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 1. 4) ἀπολ., [[κάμνω]] διάκρισιν, δίδω ὁρισμούς, οὐδ᾿ [[ὁτιοῦν]] διορίζων Δημ. 551, ἐν τέλ.·‒ συνήθως ἐν τῷ μέσ., διορίζεσθαι [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 25. 7, Ἰσοκρ. 27C, κτλ.· πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Γοργ. 457C· δίκην διωρίσω, ὥρισας τοὺς ὅρους τῆς δίκης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 364, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 1. ΙΙ. [[μεταφέρω]] [[πέραν]] τῶν ὁρίων, [[ἐξορίζω]], ἔξω τῶν ὅρων Πλάτ. Νόμ. 873Ε· τὸν [[ἐνθένδε]] πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Ἰσοκρ. 77Β· τινὰ [[ὑπὲρ]] θυμέλας Εὐρ. Ἴωνι 46· [[καθόλου]], ὁδηγῶ ἔξω, [[μακράν]], εἰς τὰ ξένα, εἰς ἄλλον τόπον, [[στράτευμα]] Τροίαν ἔπι ὁ αὐτ. Ἑλ. 394· δ. [[πόδα]], ἀναχωρῶ, [[αὐτόθι]] 828. ΙΙΙ. [[ἀποχωρίζω]], [[περικλείω]] δι᾿ ὁρίων, Πολύβ. 4. 43, 7. IV. ἐν τῷ παθ., χωρίζομαι, ἀντίθ. [[συνάπτω]], Ἀριστ. Κατηγ. 6, 2· διωρισμένος, ἀντίθ. [[συνεχής]], [[αὐτόθι]] 1.
|lstext='''διορίζω''': Ἰων. [[διουρίζω]], μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· ‒ μέσ. μέλλ. [[μετὰ]] παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. Ι. 3. Σύρω [[ὅριον]] [[μεταξύ]], διαιρῶ δι᾿ ὁρίων, [[ἀποχωρίζω]], Ἡρόδ. 4. 42· τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίης Διόδ. 1. 55· [[δίχα]] δ. Πλάτ. Σοφ. 266Ε. 2) [[διακρίνω]], [[καθορίζω]], ἀποφασίζω, [[ὁρίζω]], τὰ οὐνόματα Ἡρόδ. 4. 45· θεοῖσι... γέρα τίς [[ἄλλος]] ἢ ᾿γὼ... διώρισα; Αἰσχύλ. Πρ. 440· πτῆσιν οἰωνῶν... διώρισα, ἐπὶ οἰωνῶν, [[αὐτόθι]] 489· σῖτον δ᾿ εἰδέναι δ., κατέστησα αὐτὸν γνωστόν, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 181· δ. ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια Πλάτ. Νόμ. 860Ε, πρβλ. Κρατ. 391D· δ. [[περί]] τινος τί ἐστιν Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 1· [[ὁρίζω]] λογικῶς, δίδω τὸν ὁρισμόν, δ. κατὰ τὰς διαφορὰς ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 8, 4, πρβλ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 20, κτλ. ‒ Μέσ., διορίζεσθαι τῷ στόματι τὰ γράμματα, [[προφέρω]] καθαρῶς, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 21. 3) [[ὁρίζω]], [[διακηρύττω]], τοιαῦτα φῆμαι μαντικαὶ διώρισαν Σοφ. Ο. Τ. 723· [[ὡσαύτως]] μετ᾿ ἀπαρ., ἀποφασίζω [[περί]] τινος νὰ [[εἶναι]].., Δημ. 505. 19· καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., οἱ... μῆνές με μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν Σοφ. Ο. Τ. 1083. ‒ Μέσ., δηλοῖ καὶ δ. ὅτι... Δημ. 239. 19· διορισαμένων [[ὅπως]]... ὁ αὐτ. 1286. 11· ‒ παθ. πρκμ. [[μετὰ]] μέσ. σημ., ἃ χρὴ ποιεῖν διωρίσμεθα ὁ αὐτ. 760. 14. ‒ Παθ., διώρισται ὁπότερον Ἀνδοκ. 30. 9· διωρισμένον, ἀφοῦ ἔχει περιγραφῆ, Λυσ. 183. 25· πρὸς οὓς ἐτέθη καὶ διωρίσθη [ὁ [[νόμος]]] ὁ αὐτ. 1376. 24· ἀπροσ., διοριεῖται ἡμῖν [[περί]] τινος, θὰ δώσωμεν συμβουλάς…, Ἱππ. Ἄρθρ. 786· ἐν οἷς [λόγοις] διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 1. 4) ἀπολ., [[κάμνω]] διάκρισιν, δίδω ὁρισμούς, οὐδ᾿ [[ὁτιοῦν]] διορίζων Δημ. 551, ἐν τέλ.·‒ συνήθως ἐν τῷ μέσ., διορίζεσθαι [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 25. 7, Ἰσοκρ. 27C, κτλ.· πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Γοργ. 457C· δίκην διωρίσω, ὥρισας τοὺς ὅρους τῆς δίκης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 364, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 1. ΙΙ. [[μεταφέρω]] [[πέραν]] τῶν ὁρίων, [[ἐξορίζω]], ἔξω τῶν ὅρων Πλάτ. Νόμ. 873Ε· τὸν [[ἐνθένδε]] πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Ἰσοκρ. 77Β· τινὰ [[ὑπὲρ]] θυμέλας Εὐρ. Ἴωνι 46· [[καθόλου]], ὁδηγῶ ἔξω, [[μακράν]], εἰς τὰ ξένα, εἰς ἄλλον τόπον, [[στράτευμα]] Τροίαν ἔπι ὁ αὐτ. Ἑλ. 394· δ. [[πόδα]], ἀναχωρῶ, [[αὐτόθι]] 828. ΙΙΙ. [[ἀποχωρίζω]], [[περικλείω]] δι᾿ ὁρίων, Πολύβ. 4. 43, 7. IV. ἐν τῷ παθ., χωρίζομαι, ἀντίθ. [[συνάπτω]], Ἀριστ. Κατηγ. 6, 2· διωρισμένος, ἀντίθ. [[συνεχής]], [[αὐτόθι]] 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διορίσω, <i>att.</i> διοριῶ;<br /><b>I.</b> ([[διά]] marquant la séparation);<br /><b>1</b> séparer par une limite ; séparer, diviser;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> distinguer ; discerner, reconnaître, acc.;<br /><b>3</b> déterminer, définir ; <i>en gén.</i> expliquer, déclarer <i>en parl. d’un oracle</i> acc.;<br /><b>4</b> statuer, décréter, ordonner, prescrire ; <i>en gén.</i> donner des conseils, des préceptes ; diriger, régler : μὲ διώρισαν SOPH ils ont réglé les choses en ce qui me regarde (<i>càd</i> de telle façon que je fusse, <i>etc.</i>), ils m’ont rendu…;<br /><b>II.</b> ([[διά]] à travers) porter au delà d’une limite ; transporter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> διορίζομαι déterminer, définir, montrer clairement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὁρίζω]].
}}
}}