ἀλέξημα: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλέξημα''': -ατος, τό, ([[ἀλέξω]]) [[ὑπεράσπισις]], [[προστασία]], [[βοήθεια]], Αἰσχύλ. Πρ. 479· ἀλ. [[πρός]] τι, [[ὑπεράσπισις]] κατά τινος, Διον. Ἁλ. 7. 13.
|lstext='''ἀλέξημα''': -ατος, τό, ([[ἀλέξω]]) [[ὑπεράσπισις]], [[προστασία]], [[βοήθεια]], Αἰσχύλ. Πρ. 479· ἀλ. [[πρός]] τι, [[ὑπεράσπισις]] κατά τινος, Διον. Ἁλ. 7. 13.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />défense, secours.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέξω]].
}}
}}