3,277,172
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίβᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιβαίνω]]) τὸ πατεῖν ἐπί τινος, [[πάτημα]], τῆς δὲ χιόνος ἄδηλον ποιούσης ἑκάστοις τὴν ἐπίβασιν Πολύβ. 3. 54, 5· κατὰ τὰς ἐπιβάσεις τῆς θαλάσσης, τὰς πλημμυρίδας..., ὁ αὐτ. 34. 9, 6. 2) μεταβ., [[μέσον]] προσεγγίσεως, Πλάτ. Πολ. 511Β· ἔχειν ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1098b. 3) [[μέσον]], λαβὴ ἢ βάσις ἐπιβουλῆς, κοινῶς «[[πάτημα]]», διὰ πρήγμα τοιόνδε ἐπίβασιν ἐς αὐτὸν ποιεύμενος Ἡρόδ. 6. 61· ἐπ. τίθεσθαι εἴς τί Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 37· [[προσβολή]], [[ἐφόρμησις]], Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 49· πρβλ. [[ἐπιβάθρα]], [[ἐπιβατεύω]]. 4) τὸ ἐγείρεσθαι εἰς τοὺς πόδας [[πάλιν]], [[ἀνάρρωσις]] ἐκ κατάγματος τοῦ ποδός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 764· τῇ ἐπ. χρῶμαι, περιπατῶ στηριζόμενος ἐπὶ τοῦ ποδός, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 824. 5) ἡ [[ἐπιστήριξις]] πράγματός τινος ἐπὶ ἕτερον, π. χ. ἐπὶ ὀστοῦ, [[αὐτόθι]] 816. 6) ἐν τῇ Ρητορικῇ, κατ’ ἐπίβασιν, κατὰ βαθμούς, [[βαθμηδόν]], Λογγῖν. 11. 1. ΙΙ ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ὀχεύειν, βατεύειν, Λάτ. coïtus, Πλούτ. 2. 754Α. | |lstext='''ἐπίβᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιβαίνω]]) τὸ πατεῖν ἐπί τινος, [[πάτημα]], τῆς δὲ χιόνος ἄδηλον ποιούσης ἑκάστοις τὴν ἐπίβασιν Πολύβ. 3. 54, 5· κατὰ τὰς ἐπιβάσεις τῆς θαλάσσης, τὰς πλημμυρίδας..., ὁ αὐτ. 34. 9, 6. 2) μεταβ., [[μέσον]] προσεγγίσεως, Πλάτ. Πολ. 511Β· ἔχειν ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1098b. 3) [[μέσον]], λαβὴ ἢ βάσις ἐπιβουλῆς, κοινῶς «[[πάτημα]]», διὰ πρήγμα τοιόνδε ἐπίβασιν ἐς αὐτὸν ποιεύμενος Ἡρόδ. 6. 61· ἐπ. τίθεσθαι εἴς τί Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 37· [[προσβολή]], [[ἐφόρμησις]], Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 49· πρβλ. [[ἐπιβάθρα]], [[ἐπιβατεύω]]. 4) τὸ ἐγείρεσθαι εἰς τοὺς πόδας [[πάλιν]], [[ἀνάρρωσις]] ἐκ κατάγματος τοῦ ποδός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 764· τῇ ἐπ. χρῶμαι, περιπατῶ στηριζόμενος ἐπὶ τοῦ ποδός, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 824. 5) ἡ [[ἐπιστήριξις]] πράγματός τινος ἐπὶ ἕτερον, π. χ. ἐπὶ ὀστοῦ, [[αὐτόθι]] 816. 6) ἐν τῇ Ρητορικῇ, κατ’ ἐπίβασιν, κατὰ βαθμούς, [[βαθμηδόν]], Λογγῖν. 11. 1. ΙΙ ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ὀχεύειν, βατεύειν, Λάτ. coïtus, Πλούτ. 2. 754Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de marcher vers <i>ou</i> contre, attaque;<br /><b>2</b> moyen d’approcher de, accès ; <i>particul.</i> moyen d’attaquer;<br /><b>3</b> action de marcher sur;<br /><b>4</b> action de monter sur, de saillir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]]. | |||
}} | }} |