ἐπίβασις: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίβᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιβαίνω]]) τὸ πατεῖν ἐπί τινος, [[πάτημα]], τῆς δὲ χιόνος ἄδηλον ποιούσης ἑκάστοις τὴν ἐπίβασιν Πολύβ. 3. 54, 5· κατὰ τὰς ἐπιβάσεις τῆς θαλάσσης, τὰς πλημμυρίδας..., ὁ αὐτ. 34. 9, 6. 2) μεταβ., [[μέσον]] προσεγγίσεως, Πλάτ. Πολ. 511Β· ἔχειν ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1098b. 3) [[μέσον]], λαβὴ ἢ βάσις ἐπιβουλῆς, κοινῶς «[[πάτημα]]», διὰ πρήγμα τοιόνδε ἐπίβασιν ἐς αὐτὸν ποιεύμενος Ἡρόδ. 6. 61· ἐπ. τίθεσθαι εἴς τί Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 37· [[προσβολή]], [[ἐφόρμησις]], Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 49· πρβλ. [[ἐπιβάθρα]], [[ἐπιβατεύω]]. 4) τὸ ἐγείρεσθαι εἰς τοὺς πόδας [[πάλιν]], [[ἀνάρρωσις]] ἐκ κατάγματος τοῦ ποδός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 764· τῇ ἐπ. χρῶμαι, περιπατῶ στηριζόμενος ἐπὶ τοῦ ποδός, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 824. 5) ἡ [[ἐπιστήριξις]] πράγματός τινος ἐπὶ ἕτερον, π. χ. ἐπὶ ὀστοῦ, [[αὐτόθι]] 816. 6) ἐν τῇ Ρητορικῇ, κατ’ ἐπίβασιν, κατὰ βαθμούς, [[βαθμηδόν]], Λογγῖν. 11. 1. ΙΙ ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ὀχεύειν, βατεύειν, Λάτ. coïtus, Πλούτ. 2. 754Α.
|lstext='''ἐπίβᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιβαίνω]]) τὸ πατεῖν ἐπί τινος, [[πάτημα]], τῆς δὲ χιόνος ἄδηλον ποιούσης ἑκάστοις τὴν ἐπίβασιν Πολύβ. 3. 54, 5· κατὰ τὰς ἐπιβάσεις τῆς θαλάσσης, τὰς πλημμυρίδας..., ὁ αὐτ. 34. 9, 6. 2) μεταβ., [[μέσον]] προσεγγίσεως, Πλάτ. Πολ. 511Β· ἔχειν ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1098b. 3) [[μέσον]], λαβὴ ἢ βάσις ἐπιβουλῆς, κοινῶς «[[πάτημα]]», διὰ πρήγμα τοιόνδε ἐπίβασιν ἐς αὐτὸν ποιεύμενος Ἡρόδ. 6. 61· ἐπ. τίθεσθαι εἴς τί Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 37· [[προσβολή]], [[ἐφόρμησις]], Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 49· πρβλ. [[ἐπιβάθρα]], [[ἐπιβατεύω]]. 4) τὸ ἐγείρεσθαι εἰς τοὺς πόδας [[πάλιν]], [[ἀνάρρωσις]] ἐκ κατάγματος τοῦ ποδός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 764· τῇ ἐπ. χρῶμαι, περιπατῶ στηριζόμενος ἐπὶ τοῦ ποδός, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 824. 5) ἡ [[ἐπιστήριξις]] πράγματός τινος ἐπὶ ἕτερον, π. χ. ἐπὶ ὀστοῦ, [[αὐτόθι]] 816. 6) ἐν τῇ Ρητορικῇ, κατ’ ἐπίβασιν, κατὰ βαθμούς, [[βαθμηδόν]], Λογγῖν. 11. 1. ΙΙ ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ὀχεύειν, βατεύειν, Λάτ. coïtus, Πλούτ. 2. 754Α.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de marcher vers <i>ou</i> contre, attaque;<br /><b>2</b> moyen d’approcher de, accès ; <i>particul.</i> moyen d’attaquer;<br /><b>3</b> action de marcher sur;<br /><b>4</b> action de monter sur, de saillir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]].
}}
}}