ἀκαλλιέρητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαλλιέρητος''': -ον, ὃν δὲν ἀπεδέξαντο οἱ θεοί, ὁ κακὸν οἰωνὸν λαβών, [[ἱερά]], Αἰσχίν. 72. 16., 75. 12· μυήσεις, Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 9. 3.
|lstext='''ἀκαλλιέρητος''': -ον, ὃν δὲν ἀπεδέξαντο οἱ θεοί, ὁ κακὸν οἰωνὸν λαβών, [[ἱερά]], Αἰσχίν. 72. 16., 75. 12· μυήσεις, Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 9. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont les auspices ne sont pas favorables, non agréé par les dieux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καλλιερέω]].
}}
}}