προσκαρτέρησις: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκαρτέρησις''': ἡ, τὸ προσκαρτερεῖν, Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. ςϳ, 18.
|lstext='''προσκαρτέρησις''': ἡ, τὸ προσκαρτερεῖν, Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. ςϳ, 18.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />constance, assiduité.<br />'''Étymologie:''' [[προσκαρτερέω]].
}}
}}