ἐρυθαίνω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρῠθαίνω''': ἀόρ. ἐρύθηνα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 791: - ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἐρυθραίνω]], ποιῶ τι ἐρυθρόν, ὁ αὐτ. Δ. 474. Κάμνω τι νὰ κοκκινήσῃ, παρθενικὰς ἐρύθηνε παρηΐδας ὁ αὐτ. Α. 791: - παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Παθ., [[γίνομαι]] [[ἐρυθρός]], ἐρυθαίνετο αἵματι [[γαῖα]] Ἰλ. Κ. 484, Φ. 21 (ἐν τῷ ἐνεργ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον [[ἐρεύθω]])˙ [[μετὰ]] γεν., Νόνν. Δ. 11. 92˙ [[γίνομαι]] [[καταπόρφυρος]], Ἀνθ. Π. 12. 8. - Παθ. [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Ἀρρ. παρὰ Στοβ. παράρτ. 2. 5, [[Πολυδ]]. Β΄, 87, Εὐμάθ. σ. 22 ([[μετὰ]] διαφ. γρ. ἐρυθραίνεται).
|lstext='''ἐρῠθαίνω''': ἀόρ. ἐρύθηνα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 791: - ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἐρυθραίνω]], ποιῶ τι ἐρυθρόν, ὁ αὐτ. Δ. 474. Κάμνω τι νὰ κοκκινήσῃ, παρθενικὰς ἐρύθηνε παρηΐδας ὁ αὐτ. Α. 791: - παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Παθ., [[γίνομαι]] [[ἐρυθρός]], ἐρυθαίνετο αἵματι [[γαῖα]] Ἰλ. Κ. 484, Φ. 21 (ἐν τῷ ἐνεργ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον [[ἐρεύθω]])˙ [[μετὰ]] γεν., Νόνν. Δ. 11. 92˙ [[γίνομαι]] [[καταπόρφυρος]], Ἀνθ. Π. 12. 8. - Παθ. [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Ἀρρ. παρὰ Στοβ. παράρτ. 2. 5, [[Πολυδ]]. Β΄, 87, Εὐμάθ. σ. 22 ([[μετὰ]] διαφ. γρ. ἐρυθραίνεται).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> ἐρύθηνα;<br />faire rougir ; <i>Pass.</i> devenir rouge : αἵματι IL de sang.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρεύθω]].
}}
}}