Anonymous

λιλαίομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐλαίομαι''': (ἴδε ἐν λ. λάω Β) ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ ἢ ποθῶ σφοδρῶς, [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ εἶμαι ἢ νὰ πράξω..., τί με... λιλαίεαι ἠπεροπεύειν Ἰλ. Γ. 399· λ. πολεμίζειν Π. 89· εὐνηθῆναι Ξ. 331, κ. ἀλλ.· μεταφορ. ἐπὶ δόρατος ἢ λόγχης, λιλαιομένη χροὸς ἆσαι, ἐπιθυμοῦσα «τοῦ σώματος κορεσθῆναι» (Σχόλ.), Φ. 168, πρβλ. Λ. 574, κ. ἀλλ.· λιλαιομένη πόσιν [[εἶναι]], σφοδρῶς ἐπιθυμοῦσα νὰ ἦτο αὐτὸς σύζυγός της, Ὀδ. Α. 15., Ι. 30, 32, κ. ἀλλ.· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., ἐπιθυμῶ τινος, ποθῶ τι, ὀλοοῖο λιλαιόμενοι πολέμοιο Ἰλ. Γ. 133· λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο Ὀδ. Α. 315· βιότοιο, δόρποιο Μ. 328, Ν. 31, κ. ἀλλ.· -[[ὡσαύτως]], ἀλλὰ [[φόωσδε]] τάσχιστα λιλαίεο, «ἀλλ’ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ Ἅιδου καὶ εἰς τὸ φῶς [[αὖθις]] ἐπανελθεῖν προθυμοῦ» (Σχόλ.), Λ. 223. Οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. Πρβλ. [[λελίημαι]].
|lstext='''λῐλαίομαι''': (ἴδε ἐν λ. λάω Β) ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ ἢ ποθῶ σφοδρῶς, [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ εἶμαι ἢ νὰ πράξω..., τί με... λιλαίεαι ἠπεροπεύειν Ἰλ. Γ. 399· λ. πολεμίζειν Π. 89· εὐνηθῆναι Ξ. 331, κ. ἀλλ.· μεταφορ. ἐπὶ δόρατος ἢ λόγχης, λιλαιομένη χροὸς ἆσαι, ἐπιθυμοῦσα «τοῦ σώματος κορεσθῆναι» (Σχόλ.), Φ. 168, πρβλ. Λ. 574, κ. ἀλλ.· λιλαιομένη πόσιν [[εἶναι]], σφοδρῶς ἐπιθυμοῦσα νὰ ἦτο αὐτὸς σύζυγός της, Ὀδ. Α. 15., Ι. 30, 32, κ. ἀλλ.· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., ἐπιθυμῶ τινος, ποθῶ τι, ὀλοοῖο λιλαιόμενοι πολέμοιο Ἰλ. Γ. 133· λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο Ὀδ. Α. 315· βιότοιο, δόρποιο Μ. 328, Ν. 31, κ. ἀλλ.· -[[ὡσαύτως]], ἀλλὰ [[φόωσδε]] τάσχιστα λιλαίεο, «ἀλλ’ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ Ἅιδου καὶ εἰς τὸ φῶς [[αὖθις]] ἐπανελθεῖν προθυμοῦ» (Σχόλ.), Λ. 223. Οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. Πρβλ. [[λελίημαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf., pf.</i> [[λελίημαι]], <i>pqp. 3ᵉ sg.</i> [[λελίητο]];<br />désirer vivement, faire effort vers <i>ou</i> pour, gén. : πολέμοιο IL désirer le combat ; ὁδοῖο OD souhaiter de partir ; avec l’inf. : λ. πολεμίζειν IL désirer combattre ; [[φόωσδε]] λ. OD se hâter de retourner à la lumière du jour ; <i>en parl. d’un javelot</i> λιλαιομένη χροὸς [[ἆσαι]] IL qui désirait s’enfoncer dans la chair.<br />'''Étymologie:''' R. Λας = Λα, avec redoubl. ; cf. *[[λάω]].
}}
}}