3,274,919
edits
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκίλλα''': -ης, -ἡ, «σκιλλοκρόμμυδον» ἄλλως [[σχῖνος]], Θέογν. 537, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30. 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 4, Θεόκρ. 7. 107· [[χρῆσις]] αὐτῆς ἐγίνετο εἰς τελετὰς ἁγνιστικάς, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 3, Θεοφρ. Χαρακτ. 16, [[ἔνθα]] ἴδε Casaub.― Ὑποκορ. σκιλλάριον, τό, Ἀέτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σκαμμωνία]], [[θανατηφόρος]] μυῶν». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 377. | |lstext='''σκίλλα''': -ης, -ἡ, «σκιλλοκρόμμυδον» ἄλλως [[σχῖνος]], Θέογν. 537, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30. 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 4, Θεόκρ. 7. 107· [[χρῆσις]] αὐτῆς ἐγίνετο εἰς τελετὰς ἁγνιστικάς, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 3, Θεοφρ. Χαρακτ. 16, [[ἔνθα]] ἴδε Casaub.― Ὑποκορ. σκιλλάριον, τό, Ἀέτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σκαμμωνία]], [[θανατηφόρος]] μυῶν». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 377. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />scille, oignon marin, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | |||
}} | }} |