3,277,649
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακρίνω''': [ῑ]: μέλλ. -ῐνῶ (ἴδε [[κρίνω]]): - [[ἐξετάζω]] διὰ παντοίων ἐρωτήσεων [[ὅπως]] εὕρω τὴν ἀλήθειαν, [[ἀνακρίνω]], ὡς καὶ νῦν, Παυσανίαν Θουκ. 1. 95, πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 6, Πλάτ. Συμπ. 201Ε· ἀν. τινὰ [[πόθεν]] ζῇ Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 2) [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ [[περί]] τινος γεγονότος, ἀν. τοὺς ἐργασαμένους, ἐρευνῶ, ζητῶ νὰ εὕρω τίς [[εἶναι]] ὁ αὐτουργὸς τῆς πράξεως, Ἀντιφῶν 118. 10: - Μέσ., ἀν. ποινὰ τίς ἔσται, [[ποία]] [[θεραπεία]] θὰ ὑπάρξῃ, Πινδ. Π. 4. 111. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις ἐν χρήσει διττῶς ὡς τεχνικὸς ὅρος: 1) [[ἐξετάζω]] τοὺς ἄρχοντας ἵνα γνωρίσω εἰ ἔχουσι τὰ ἀπαιτούμενα προσόντα, Δημ. 1319. 21., 1320, 18, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 374-5, καὶ ἴδε τὴν λέξ. [[δοκιμασία]]. 2) ἐπὶ τῶν ἀρχόντων, [[ἐξετάζω]] πρόσωπα ἐνδιαφερόμενα εἴς τινα δίκην, ἵνα [[οὕτως]] ἑτοιμάσω τὴν ὕλην διὰ τὴν δίκην (ἴδε εἰσαγωγεὺς ΙΙ.), Ἀνδοκ. 13. 35, Ἰσαῖος 54. 11, Δημ. 1175. 28· τὸν ἄρχοντα ἀνακρίναντα εἰσάγειν [τὴν δίκην] Ἀριστ. Ἀποσπ. 382: - Μέσ., οὐκ ἀνεκρίνατο ταύτην [τὴν γραφήν], δὲν τὴν ἐξήτασεν, ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, Δημ. 548. 1, πρβλ. [[ἀνάκρισις]]. ΙΙΙ. ἐν μέσ. φωνῇ, ἀπολ., ἀνακρινομένους πρὸς ἑωυτούς, συζητοῦντας πρὸς ἀλλήλους, Ἡρόδ. 9. 56. | |lstext='''ἀνακρίνω''': [ῑ]: μέλλ. -ῐνῶ (ἴδε [[κρίνω]]): - [[ἐξετάζω]] διὰ παντοίων ἐρωτήσεων [[ὅπως]] εὕρω τὴν ἀλήθειαν, [[ἀνακρίνω]], ὡς καὶ νῦν, Παυσανίαν Θουκ. 1. 95, πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 6, Πλάτ. Συμπ. 201Ε· ἀν. τινὰ [[πόθεν]] ζῇ Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 2) [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ [[περί]] τινος γεγονότος, ἀν. τοὺς ἐργασαμένους, ἐρευνῶ, ζητῶ νὰ εὕρω τίς [[εἶναι]] ὁ αὐτουργὸς τῆς πράξεως, Ἀντιφῶν 118. 10: - Μέσ., ἀν. ποινὰ τίς ἔσται, [[ποία]] [[θεραπεία]] θὰ ὑπάρξῃ, Πινδ. Π. 4. 111. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις ἐν χρήσει διττῶς ὡς τεχνικὸς ὅρος: 1) [[ἐξετάζω]] τοὺς ἄρχοντας ἵνα γνωρίσω εἰ ἔχουσι τὰ ἀπαιτούμενα προσόντα, Δημ. 1319. 21., 1320, 18, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 374-5, καὶ ἴδε τὴν λέξ. [[δοκιμασία]]. 2) ἐπὶ τῶν ἀρχόντων, [[ἐξετάζω]] πρόσωπα ἐνδιαφερόμενα εἴς τινα δίκην, ἵνα [[οὕτως]] ἑτοιμάσω τὴν ὕλην διὰ τὴν δίκην (ἴδε εἰσαγωγεὺς ΙΙ.), Ἀνδοκ. 13. 35, Ἰσαῖος 54. 11, Δημ. 1175. 28· τὸν ἄρχοντα ἀνακρίναντα εἰσάγειν [τὴν δίκην] Ἀριστ. Ἀποσπ. 382: - Μέσ., οὐκ ἀνεκρίνατο ταύτην [τὴν γραφήν], δὲν τὴν ἐξήτασεν, ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, Δημ. 548. 1, πρβλ. [[ἀνάκρισις]]. ΙΙΙ. ἐν μέσ. φωνῇ, ἀπολ., ἀνακρινομένους πρὸς ἑωυτούς, συζητοῦντας πρὸς ἀλλήλους, Ἡρόδ. 9. 56. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀνακρινῶ, <i>etc.</i><br /><b>1</b> examiner, interroger : [[ἀν]]. [[τί]] τινα demander qch à qqn;<br /><b>2</b> interroger en justice, instruire, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνακρίνομαι se disputer : πρὸς ἑαυτούς HDT les uns les autres.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κρίνω]]. | |||
}} | }} |