3,274,216
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόλῠσις''': -εως, ἡ, λύσιμον, π.χ. ἐπιδέσμου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 759. 2) [[ἀπόλυσις]], [[ἀπελευθέρωσις]], [[ἀπολύτρωσις]], Πλάτ. Κρατ. 405Β· [[μετὰ]] γεν., προσγενομένου δὲ τοῦ δήμου αὐτῷ κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ θανάτου, ζημιώσαντος δὲ κτλ., βοηθήσαντος δὲ αὐτῷ τοῦ δήμου ὡς πρὸς τὴν ἀπαλλαγὴν [[αὐτοῦ]] ἐκ τῆς θανατικῆς ποινῆς, ἐπιβαλόντος δὲ [[πρόστιμον]] κτλ., Ἡρόδ. 6. 136· ἀπ. κακῶν [[θάνατος]] Πλουτ. Ἄρατ. 54. 3) ἀπαλλαγαὶ ἀπὸ ἀσθενείας, Ἱππ. 178C, κτλ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἀποχωρισμός, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 1. 6, 4, κ. ἀλλ.· [[ἀναίσθητος]] ἡ τῆς ψυχῆς [[ἀπόλυσις]] γίνεται [τοῖς γέρουσι] παντελῶς ὁ αὐτὸς περὶ Ἁναπν 17. 8· καὶ ἀπολ., [[θάνατος]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 16, 8· ἀπ. ποιεῖσθαι, ἀπέρχεσθαι, Πολύβ. 3. 69, 10. | |lstext='''ἀπόλῠσις''': -εως, ἡ, λύσιμον, π.χ. ἐπιδέσμου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 759. 2) [[ἀπόλυσις]], [[ἀπελευθέρωσις]], [[ἀπολύτρωσις]], Πλάτ. Κρατ. 405Β· [[μετὰ]] γεν., προσγενομένου δὲ τοῦ δήμου αὐτῷ κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ θανάτου, ζημιώσαντος δὲ κτλ., βοηθήσαντος δὲ αὐτῷ τοῦ δήμου ὡς πρὸς τὴν ἀπαλλαγὴν [[αὐτοῦ]] ἐκ τῆς θανατικῆς ποινῆς, ἐπιβαλόντος δὲ [[πρόστιμον]] κτλ., Ἡρόδ. 6. 136· ἀπ. κακῶν [[θάνατος]] Πλουτ. Ἄρατ. 54. 3) ἀπαλλαγαὶ ἀπὸ ἀσθενείας, Ἱππ. 178C, κτλ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἀποχωρισμός, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 1. 6, 4, κ. ἀλλ.· [[ἀναίσθητος]] ἡ τῆς ψυχῆς [[ἀπόλυσις]] γίνεται [τοῖς γέρουσι] παντελῶς ὁ αὐτὸς περὶ Ἁναπν 17. 8· καὶ ἀπολ., [[θάνατος]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 16, 8· ἀπ. ποιεῖσθαι, ἀπέρχεσθαι, Πολύβ. 3. 69, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />acquittement, action de se libérer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολύω]]. | |||
}} | }} |