ἐρυκανάω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρῡκᾰνάω''': ποιητ. ἀντὶ ἐρύκω, [[κωλύω]], [[ἐμποδίζω]], κρατῶ, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ’ ἀέκοντα Ὀδ. Α. 199· μετ’ ἀπαρ., [[κωλύω]] τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, ἐρικανόωσα μάχεσθαι Κόϊντ. Σμ. 12. 205· [[ὡσαύτως]], Ἐπικ. παρατ. ἐρύκανε (ἐκ τοῦ ἐρυκάνω), Ὀδ. Κ. 429, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 650.
|lstext='''ἐρῡκᾰνάω''': ποιητ. ἀντὶ ἐρύκω, [[κωλύω]], [[ἐμποδίζω]], κρατῶ, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ’ ἀέκοντα Ὀδ. Α. 199· μετ’ ἀπαρ., [[κωλύω]] τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, ἐρικανόωσα μάχεσθαι Κόϊντ. Σμ. 12. 205· [[ὡσαύτως]], Ἐπικ. παρατ. ἐρύκανε (ἐκ τοῦ ἐρυκάνω), Ὀδ. Κ. 429, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 650.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. 3ᵉ pl. prés. épq.</i> ἐρυκανόωσι;<br /><i>c.</i> [[ἐρύκω]].
}}
}}