δουλάριον: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δουλάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[δούλη]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 537, Μεταγ. ἐν Ἀδήλ. 3, κτλ.· οὐχὶ ἐν χρήσει ἐπὶ ἀρρένων δούλων, καθ’ ἃ λέγει ὁ Λουκ. Λεξιφ. 25, ἂν καὶ παρὰ μεταγεν. ὁ κανὼν [[οὗτος]] δὲν ἐτηρεῖτο, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 21, 11, κτλ.
|lstext='''δουλάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[δούλη]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 537, Μεταγ. ἐν Ἀδήλ. 3, κτλ.· οὐχὶ ἐν χρήσει ἐπὶ ἀρρένων δούλων, καθ’ ἃ λέγει ὁ Λουκ. Λεξιφ. 25, ἂν καὶ παρὰ μεταγεν. ὁ κανὼν [[οὗτος]] δὲν ἐτηρεῖτο, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 21, 11, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ον (τό) :<br /><i>dim. de</i> δούλος.
}}
}}